Το νησί στην αρχαιότητα ήταν γνωστό ως Λευκάς ή Λευκαδία ή Λευκαδίων Χερσόνησος. Σύμφωνα με ορισμένους αρχαίους συγγραφείς, η ονομασία αυτή οφείλεται στο νοτιότερο ακρωτήριό του, τον Λευκάτα, το οποίο πήρε το όνομα αυτό από το λευκό χρώμα των βράχων ή από ένα σύντροφο του Οδυσσέα, τον Λεύκο. Άλλοι υποστηρίζουν πως το όνομα του νησιού οφείλεται στο μυθικό ήρωα Λευκάδιο, γιο του Ικάριου και αδελφό της Πηνελόπης και του Αλυζέα. Οι πρώτοι αυτόχθονες κάτοικοι της Λευκάδας, σύμφωνα με τη φιλολογική παράδοση, ονομάζονταν Λέλεγες ή Τηλεβόαι. Στα ομηρικά έπη η Λευκάδα ονομάζεται Νήρικος και περιγράφεται ως τμήμα του ελλαδικού κορμού «ακτή ηπείροιο».
Η περίοδος από το τέλος της Εποχής του Χαλκού έως το τελευταίο τέταρτο του 7ου αι. π.χ. (1100-625 π.χ.) χαρακτηρίζεται ως σκοτεινή περίοδος για τη Λευκάδα, διότι απουσιάζουν παντελώς οι φιλολογικές μαρτυρίες, ενώ ελάχιστα είναι τα αρχαιολογικά δεδομένα.
Αρχιτεκτονικά λείψανα Αρχαίας Λευκάδας
Γύρω στο τέλος του 7ου αι. π.χ., οι Κορίνθιοι καταλαμβάνουν τη Νήρικο, παλαιά πρωτεύουσα του νησιού, η οποία ήταν κτισμένη στις πλαγιές της λοφοσειράς του Κούλμου. Αφορμή για τον αποικισμό της Λευκάδας στάθηκαν οι έριδες μεταξύ των Ακαρνάνων που κατοικούσαν στη Λευκάδα και αυτών που κατοικούσαν στην απέναντι στεριά. Οι Ακαρνάνες της Λευκάδας ζήτησαν τη βοήθεια των Κορινθίων, οι οποίοι ήδη από το 8ο αι. π.χ., όταν αποίκησαν την Κέρκυρα, είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το Ιόνιο και τον Αμβρακικό κόλπο. Οι Κορίνθιοι έσπευσαν σε βοήθεια και έδιωξαν τους Ακαρνάνες που είχαν έρθει από την απέναντι στεριά αλλά οι ίδιοι δεν αποχώρησαν ποτέ και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο νησί.
Η ίδρυση της Λευκάδας τοποθετείται στα χρόνια του τυράννου Κυψέλου (657-625 π.χ.) ή στον καιρό του διαδόχου του Περιάνδρου (625-587 π.χ.) την ίδια περίοδο, οι Κορίνθιοι αποίκησαν και άλλες πόλεις κατά μήκος των ακτών του Ιονίου και της Αδριατικής, όπως την Αμβρακία, το Σόλλιο, το Ανακτόριο, τον Αστακό και την Απολλωνία. Μάλιστα η παράδοση αναφέρει ως οικιστές τρεις νόθους γιους του Κυψέλου: τον Πυλάδη της Λευκάδας, τον Εχιάδη του Ανακτορίου και τον Γόργο της Αμβρακίας. Έκτοτε η ονομασία του νησιού -Λευκάς- επικρατεί και ως ονομασία της πόλης-κράτους που ίδρυσαν οι Κορίνθιοι.
Χάρη στη στρατηγική της θέση και την οργάνωση των Κορινθίων, η Λευκάδα γνώρισε οικονομική άνθηση και αποτέλεσε σπουδαίο κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου και σημείο αναφοράς της θαλάσσιας διαδρομής προς τα δυτικά. Οι Κορίνθιοι, στο κενό λαιμό που συνέδεε το βόρειο άκρο του νησιού με τον ελλαδικό κορμό, για τη διευκόλυνση της ναυσιπλοΐας, κατασκεύασαν μια πλωτή διώρυγα, τον «διόρυκτο» των συγγραφέων των πρώιμων αυτοκρατορικών χρόνων. Παραμένει αμφίβολο εάν η διάνοιξη της διώρυγας συνίστατο στο κόψιμο του αμμώδους βράχου της περιοχής, γνωστού ως «πλάκα», ή στην εξόρυξη φερτών υλικών που κατακάθιζαν στον πυθμένα της θάλασσας.
Ο «διόρυκτος» θα πρέπει κατά καιρούς να γέμιζε από προσχώσεις εμποδίζοντας το πέρασμα των πλοίων. Έτσι εξηγείται προφανώς η σύγχυση μεταξύ των αρχαίων συγγραφέων, από τους οποίους άλλοι θεωρούν τη Λευκάδα νήσο (Στράβων, Πολύβιος, Τίτος Λίβιος) και άλλοι χερσόνησο της Ακαρνανίας (Θουκυδίδης). Μερικά χιλιόμετρα νοτιότερα στην αρχή των στενών μεταξύ Λευκάδας και Ακαρνανίας, στον όρμο του Δρεπάνου, κατασκευάστηκε, από μεγάλες λαξευτές λιθοπλίνθους, ένας λιμενοβραχίονας μήκους περίπου 600 και πλάτους 8 μέτρων. Ο λιμενοβραχίονας αυτός, που ένωνε τις δύο ακτές με ένα μεγάλο άνοιγμα στο μέσον για τη διέλευση των πλοίων, ήταν κατά πάσα πιθανότητα έργο των πρώτων Κορινθίων αποίκων. Η κατασκευή τους εμπόδιζε την εισροή της άμμου από τους νότιους ανέμους και παράλληλα χρησίμευε ως αποβάθρα για την εκφόρτωση εμπορευμάτων, τόσο προς την πλευρά του νησιού όσο και προς την απέναντι στεριά, την Περαία. Ίχνη του μεγάλου αυτού έργου διακρίνονται έως σήμερα μέσα στη θάλασσα.
Έως την εποχή της επικράτησης των Μακεδόνων, η Λευκάδα βρισκόταν σε φιλικές σχέσεις με τη μητρόπολη Κόρινθο και πολεμούσε στο πλευρό της κατά τις διάφορες αντιθέσεις με άλλες πόλεις-κράτη, διατηρούσε όμως, όπως εξάλλου και οι άλλες αποικίες της Κορίνθου στη βορειοδυτική Ελλάδα, την πολιτική της αυτονομία.
Χάλκινο κάτοπτρο με εγχάρακτη παράσταση της Λευκάδας να στεφανώνει τον Κόρινθο, μυθικό ήρωα και ιδρυτή της Κορίνθου
Στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι. π.χ. η Λευκάδα βρίσκεται σε ακμή και συμμετέχει ενεργά στους κοινούς αγώνες των ελλήνων κατά των Περσών. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (481 π.χ.) οι Λευκάδιοι συμμετέχουν με τρία πολεμικά πλοία και, την επόμενη χρονιά, 800 Λευκαδίτες και Ανακτόριοι πολεμούν στις Πλαταιές. Στον τρίποδα που αφιέρωσαν οι Έλληνες στους Δελφούς, μετά τη μάχη, αναγράφεται και το όνομα της Λευκάδας.
Στις προστριβές που προηγήθηκαν του Πελοποννησιακού Πολέμου, μεταξύ της Κορίνθου και της αποικίας της Κέρκυρας (435-432 π.χ.), η Λευκάδα τάχθηκε στο πλευρό της μητρόπολης. Μετά μάλιστα την ήττα των συμμάχων στη ναυμαχία κοντά στη Λευκίμμη της Κέρκυρας, όπου οι Λευκάδιοι συμμετείχαν με δέκα πλοία, η Λευκάδα λεηλατήθηκε από τους Κερκυραίους.
Από τις πρώτες προστριβές του περίφημου Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.χ.) έως την τελευταία πράξη του στη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς, όπου καταστράφηκε οριστικά η δύναμη των Αθηναίων, οι Λευκάδιοι πολέμησαν στο πλευρό των Σπαρτιατών και των Κορινθίων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Λευκάδιοι συμμετείχαν ενεργά στις διάφορες επιχειρήσεις και έχασαν πολεμικά πλοία, ζημιώθηκαν οικονομικά από τον περιορισμό του εμπορίου, ενώ η ίδια η πόλη τους πολιορκήθηκε και η ύπαιθρος λεηλατήθηκε από τις αντίπαλες δυνάμεις, στις οποίες πρωτοστατούσαν οι αιώνιοι εχθροί τους, οι Ακαρνάνες.
Το 349 π.χ. οι Λευκάδιοι πέρασαν στο αντισπαρτιατικό μέτωπο, από το οποίο αποχώρησαν το 386 π.χ. Με προτροπή του Δημοσθένη συμμάχησαν το 340 π.χ. με τους Αθηναίους εναντίον του Φιλίππου Β’, βασιλιά των Μακεδόνων, στους οποίους τελικά υποτάχθηκαν. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.χ. η Λευκάδα καταλαμβάνεται από τον Φίλιππο, οπότε ο σύνδεσμος της με τη μητρόπολη Κόρινθο διακόπτεται και παραχωρείται στην Ηπειρωτική Συμμαχία. Καθ΄όλη τη διάρκεια της επικράτησης των Μακεδόνων στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, η Λευκάδα ευημερεί και περιέρχεται στους Μακεδόνες και τους Ηπειρώτες.
Μετά το θάνατο του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου (272 π.χ.), η Λευκάδα βρίσκεται κάτω από ηπειρωτική κατοχή, στη συνέχεια γίνεται ανεξάρτητη και, μαζί με άλλες πόλεις της Ακαρνανίας, προσχωρεί στην Ακαρνανική Ομοσπονδία (Κοινόν των Ακαρνάνων), της οποίας μάλιστα γίνεται και πρωτεύουσα.
Η νίκη του Οκταβιανού Αυγούστου στη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.χ.) και η ίδρυση της Νικόπολης (29 π.χ.) σηματοδοτούν την αρχή της παρακμής της Λευκάδας. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού της αναγκάζεται να εγκαταλείψει το νησί και να συνοικίσει με τη βία, μαζί με τους κατοίκους άλλων πόλεων, τη Νικόπολη. Τα ελάχιστα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν τη συνέχιση της ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας στην πόλη και ιδίως στην ύπαιθρό της κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους έως και τον 3ο αι. μ.Χ. Έκτοτε η Λευκάδα βρίσκεται σε οριστική παρακμή και οι φιλολογικές μαρτυρίες σιωπούν έως και τον 9ο αι. μ.Χ.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους της Δ’ Σταυροφορίας (1204), κατά πάσα πιθανότητα η Λευκάδα περιήλθε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο ίδρυσε ο Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός. Το 1294, ο Δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος Α’ Άγγελος Κομνηνός παραχώρησε ως προίκα το νησί στο γαμπρό του Ιωάννη Ορσίνι, από το Σικελικό κλάδο των Παλατίνων Κομήτων της Ρώμης.
Στο τέλος του Α’ Ενετοτουρκικού πολέμου, το 1479, η Λευκάδα κυριεύθηκε από τους Τούρκους στους οποίους παρέμεινε έως το 1684, οπότε την κατέλαβαν οι Ενετοί υπό τον Φραγκίσκο Μοροζίνη.
Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας η Λευκάδα γνώρισε αξιόλογη πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη.
Το 1810, αγγλικές δυνάμεις κατέλαβαν το νησί, το οποίο από το 1815 αποτέλεσε τμήμα των «Ηνωμένων Πολιτειών των Ιονίων Νήσων» υπό την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας έως το 1864, οπότε η Λευκάδα ενώθηκε με την Ελλάδα και υψώθηκε στο κάστρο της Αγίας Μαύρας η ελληνική σημαία.