Lefkas	Lefkas

Sidebar

  • Αρχική
  • Που να μείνετε
  • Περιήγηση
  • Παραλίες
  • Μυστικά και Προτάσεις
  • Αφιερώματα
  • Σπόρ
  • Ιστορία-Πολιτισμός
  • Χρήσιμα
  • Αρχική
  • Που να μείνετε
  • Περιήγηση
  • Παραλίες
  • Μυστικά και Προτάσεις
  • Αφιερώματα
  • Σπόρ
  • Ιστορία-Πολιτισμός
  • Χρήσιμα

Αφιερώματα

Το παλιό Λευκαδίτικο καρναβάλι

Details
dionysis logo
Αφιέρωματα
17 April 2013
Hits: 12617

27 2'Χορεύουν τα κόκκινα'. Η φωνή του κομπέρ επιβλητική, κρυστάλλινη,
επιτακτική. Προσκαλούσε. Χορεύουν τα κόκκινα. Τα πρώτα ζευγάρια ντυμένα
κομψά σηκώθηκαν αργά-αργά. Έσυραν τα βήματα στην πίστα σε ένα ταγκό. Τα φώτα
χαμήλωσαν. Και η ΄κομπαρσίτα' αρχισε να ξετυλίγεται μέσα στη νύχτα. Οι
πρώτες σερπατίνες άρχισαν να αιωρούνται. Ακούγονται γέλια, σχόλια,

'Χορεύουν τα κόκκινα'. Ο ρυθμός, η μουσική, ο χορός. Ο έρωτας. Βρισκόμαστε
στη δεκαετία του 1960 στο θρυλικό ' Πάνθεον', στην πόλη της Λευκάδας. Το
'Πάνθεον' ήταν ένας μεγάλος χειμερινός κινηματογράφος σε ένα καντούνι στην
παλιά πόλη που τις απόκριες εξυπηρετούσε τις ανάγκες των αποκριάτικων
εκδηλώσεων. Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι. Το 'Πάνθεον' με τους
καταπληκτικούς διακόσμους, με τις μοναδικές αποκριάτικες 8888στολές, τους
αυτοσχεδιασμούς και προπαντός με τη διάθεση. Με διάθεση για χορό, για
ξεφάντωμα, για διασκέδαση. Για ανάταση ψυχής. Παρά τα βάσανα, τη φτώχεια,
τις πίκρες.

Το 'Πανθεον'΄ηταν μια αίθουσα που στέγασε για πολλά χρόνια τους ρυθμούς της
καρδιάς χιλιάδων ανθρώπων. Μικρών και μεγάλων. Φιλοξένησε την απόδραση, τη
φυγή, το χαμόγελο. Αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της παλιάς Λευκάδας. Της
Λευκάδας που έφυγε και άφησε πίσω της πόνο και νοσταλγία. Των υπέροχων
ανθρώπων, της αλληλεγγύης, της κατανόησης, της αγάπης. Της εποχής του
'εμείς' και όχι του 'εγώ', του χαμόγελου, της αληθινής καληνύχτας.

Προσκλητήριο μνήμης. Μαζούρκες, βάλς εστασιόν, καντρίλιες, ταγκό, τσατσά,
ρούμπα. Βούλης, Φρουφαλος, Ζαχαρής, Μορίνας, Καμινάρης, Κονίας, Λίζας,
Μαλακάσης, Αθηνιώτης, Πανάγος, Σίδερης, Κοτσώλος, Κοκονιώρος. Και τόσοι
αλλοι. Πρωταγωνιστες σε μια παράσταση ψυχης. Με τη ζωή αυτοπτη μαρτυρα.
Ορφέας, Φιλαρμονική, Ν. Χορωδία, Τηλυκράτης. Φιλολογικά πρωινα, θεατρικές
παραστάσεις. Μαθήματα πολιτισμού απο τη μικρη και φτωχη Λευκάδα.

Μαζί με το 'Πάνθεον έφυγε και μια εποχή. Δυστυχώς σήμερα δεν χορεύουμε.
Βλέπουμε, Δεν συζητάμε. Χαζεύουμε στην τηλεόραση. Δεν τραγουδάμε. Ακούμε.
Δεν χαμογελάμε. Είμαστε σκυθρωποί, με σκυμμένα τα κεφάλια, εγκλωβισμένοι στα
προβλήματα της καθημερινότητας. Σήμερα δεν έχουμε φίλους γιατί φοβόμαστε την
προδοσία. Δεν εμπιστευόμαστε γιατί ειναι σίγουρο πως θα πληγωθούμε. Και δεν
δίνουμε γιατί φοβόμαστε την αχαριστία. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε θλιβερές
ειδήσεις, συκοφαντίες, ζήλιες και αν ασφάλειες. Και κοιμόμαστε λυπημένοι. Τα
χάπια αντικατέστησαν τα όνειρα.

Επιβιώνουμε στη μοναξιά της στιγμής. Έχουμε γίνει οι δολοφόνοι του χρόνου.
Προσποιούμαστε οτι ζούμε καλά, σε μια υπερκαταναλωτική κοινωνία, οπου όλοι
δουλεύουμε για τις τράπεζες. Και σκεφτόμαστε συνέχεια το θάνατο γιατί
στηριζόμαστε σε γερασμένες επιθυμίες.. Γινόμαστε ολοένα και πιο απρόθυμοι να
κοιτάξουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Προσέχουμε μη διασταυρωθούν τα βήματα
μας με τα βήματα του γείτονα. Τρέχουμε βιαστικά να προλάβουμε κάτι, χωρίς να
ξέρουμε τι ακριβώς.

Το σύνθημα χορεύουν τα κόκκινα' ήταν το κάλεσμα του κομπέρ για να ανέβουν
στην πίστα όσα ζευγάρια στο '΄Πάνθεον' φορούσαν στο πέτο τους ένα μικρό
κόκκινο ύφασμα που το καρφίτσωναν στην είσοδο προκειμενου να μην υπάρχει
συνωστισμός στην πίστα. Σε άλλους φορούσαν ένα κομμάτι απο μπλε ύφασμα.

Το 'χορεύουν τα κόκκινα' δεν ακούγεται πιά. Το 'Πάνθεον΄δεν λειτουργεί. Η
παλιά Λευκάδα χάθηκε σαν μονόξυλο που βούλιαξε στο Ιβάρι. Αλλά οι μνήμες
όρθιες, αντρειωμένες, περήφανες, στέκουν. Οι μνήμες που γνέφουν, προκαλούν,
προσκαλούν, φωνάζουν: ''Χορεύουν τα κόκκινα"!!! (το κείμενο περιλαμβάνεται
στο ομωνυμο βιβλίο του συγγραφεά ΗΛΙΑ Π. ΓΕΩΡΓΑΚΗ το οποίο κυκλοφορεί απο
τις εκδόσεις ''ΑΓΚΥΡΑ'').

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

-------------------------------------------------------------------

(Βούλης Βρεττός).

Τι τουαλέτες, τι μπιζού,

τι φλέρτ και υποκλίσεις,

αβρά χειροφιλήματα

ονείρου εμφανίσεις

Μεσ΄του Κομπίτση, Μπελεμέ

Ντόβα και ΚΤΕΛ ακόμα,

Λευκάδα και περίχωρα

γλέντι ως τ΄αλλο γιόμα....

Στα κέντρα αυτα, κι αλλα πολλά

και 'Πάνθεον' κεντρομάνα,

εχαν' η μανα το παιδί

και το παιδί τη μάνα!

Ορχήστρες, τραγουδίστριες,

τύποι εντός τής πίστας

κι ο 'Γούρμος' κι ο Μουτρούκαλης',

λησταί επί της λίστας!

Κι όλα τα σωματεία μας

θα του χρωστάνε χάρη

μ΄ακομα μεγαλύτερη

στου 'Πάνθεον' το... Χάρη

Των σωματείων τσακωμοί

ποιο θα πρωτοτυπήσει

ποιου μαιτρ η χειρ, καλλίτερο

διάκοσμο θα ποιήσει!...

Ορχήστρα που ξεσήκωνε

ως και τους πεθαμένους

και μεσ΄στην πίστα έφερνε

τους σκνίπα μεθυσμένους!

Βάρα τη τρόμπα σου γλυκά

σολίστα Καμινάρη

ελευθέρα, μη ντρέπεσαι

κι ας είσαι στο πατάρι!

Χτύπά τα, Λίζα, χτύπα τα

τα κλαμπατσίμπανά σου

κι όλα τα εξαρτήματα

πούχεις αυτού μπροστά σου!

Μπαμπάρο, όλα λάλατα

τενόρο και ατίρο

τέντωνε τη φυσούνα σου

ολη, Κονία Σπύρο....

Εμπρός μαέστρο, φύσατο

δωστου να καταλάβει

σε λίγο πιά δεν θα μπορείς

επίκειται η... βλάβη!

Αλλαλαγμός, ξεφάντωμα,

διαρκής πανζουρλισμός

σωστός ανεμοστρόβιλος

καρναβαλιού σεισμός!

Κι ο Ζαχαρής μέγας φαρσέρ

πατούσε και βροντούσε

και πάντοτε τη 'ρεζεντά''

στα κέντρα τραγουδούσε!

Βερδίκης ο αμίμητος

άσσος στις παντομίμες

ως ταυρομάχος έμεινε

σε ολονων τις μνήμες.

Ο γραφικός Ζακχαίος μας

σε ντέφι, καστανιέτες

πρώτος στ΄ανατολίτικα

σπανιόλικα, κλακέτες.

Όμοιος με 'φόξ' χόρευε φόξ

κι όλοι κάναν στην πάντα

-Ο Ντίνος ο Τζετζέκος γάρ-

με παρτενέρ, το.. Σάντα.

Και ο Ηλίας Φρούφαλος

-η πιό κεφάτη νότα-

άρπαζε το μικρόφωνο

και τ΄αλλαζε τα... φώτα!

Κέφι πολύ σκορπάγανε

κι οι τύποι 'εκτός σάλας'

και πρώτος σόλο δεσποινίς

-Ο Σπύρος ο Κεφάλας!

-------------------------------------

ΑΒΑΝΤΙ

(Σπύρος Φίλιππας-Πανάγος).

Όμορφο πάλι

το καρναβάλι

θα το περάσουμε.

Και μέσ' στη ζάλη

κάθε μας χάλι

θα το ξεχάσουμε

Μέσα στο 'μπέβε'

μήτε το ΤΕΒΕ

πιά δεν σκεφτόμαστε.

Πώς εχουμ' όλοι

στο πορτοφόλι

ονειρευόμαστε.

Εμπρός 'αβάντι'!

Παίξε Σαράντη

κι άσε τη λίμα σου

Και συν τοις άλλοις,

μην αμφιβάλεις

και για το χρήμα σου.

Παίξε με κέφι

Κι εσύ το ντέφι

κυρά μου χτύπα το.

Είμαι της τσέπης

γιορτή και βλέπεις

τόχουμε τρίπατο.

Λευκάδα αφέντρα,

σε πέντε κέντρα

καρναβαλίζεσαι

Κι απο την πείνα

κανένα μήνα

θα βασανίζεσαι.

Εμπρός 'αβάντι',

παίξε Σαράντη,

να ξεθυμάνουμε.

Οπως γλεντάμε

και τα πετάμε,

έτσι τα βγάνουμε.

Μάσκαρες κι άλλες

μικρές μεγάλες

μας πλημμυρίζουνε

Κι όσοι χρωστάμε,

μασκέ γλεντάμε,

μη μας γνωρίζουνε.

Παίρνεις τη Γιάννα

για Μεξικάνα

με τα δυό τσόλια της

Λίγο μετάξι

και σουν' εν τάξει

δίπλα στον... Γκόλια της.

Εμπρός 'αβάντι',

παίξε Σαράντη,

μέχρι το χάραμα.

Σαράντη, παίξε

Θεέ μου φέξε,

κι ειναι για τάραμα...!

------------------

ΠΑΝΘΕΟΝ

(Ηλίας Γεωργάκης)

Σε ένα βάλς

εζιτασιόν,

με το Μορίνα

ακορντεόν

θα σε χορέψω,

έλα στο ΄Πάνθεον'

λοιπόν

στο πανηγύρι

των τρελών

μην μένεις έξω.

Σάμπα, μαζούρκα

και ταγκό,

νύχτες που

σβήνουν στο χορό

θα λαχταρήσω,

εδώ δεν νοιώθεις

μοναχός

ειναι το κέφι οδηγός

γυρισε πίσω.

Ειναι ο μετρ

στα σκηνικά

στα σκετς

και στα θεατρικά

ο Αθηνιωτης,

έλα στο Πάνθεον

κι' εσύ

στα κόκκινα,

στα θαλασσί

πουλιά της νιότης.

Εδώ τα πάντα

σου γελούν,

δεν προσποιούνται

σου μιλούν,

ζωή σου γνέφει

έλα στο Πάνθεον

κι εσύ

έχουμε μόνιμα

γιορτή

παίξε το ντέφι.

Έρχεται η μαντάμ

Σουσου,

στο πυροφάνι

του μυαλού

να η Πιπίνα,

όμως κρατάνε οι καρδιές

έχουμε πάντα αντοχές

παρά την πείνα.

Ειναι ο Βούλης αρχηγός

ο Φρουφαλος ο τρομερός

κορνέτα με τον Καμινάρη

Λίζας, Μπαμπαρος και λοιποί

ακούγεται η μουσική

ως το Ιβάρι.

Έλα στο Πάνθεον

κι εσύ

κάθε στιγμή ειναι ζωή,

έβγα στην πίστα

χόρεψε με τον Ζαχαρή

άσε την πίκρα να χαθεί

σκέψεις σε λίστα.

Εδώ φωνάζουν

οι στιγμές,

έφυγαν

λες και ήταν χτες

οι συγκινήσεις,

έλα στο Πάνθεον

κι εσύ

στους

μάσκαρες,

στα κομφετί

για να γλεντήσεις.

Κι όταν θα έρθει

το πρωί

των μπουρανέλλων

η φυλη,

θα σου μιλήσει,

έλα στο 'Πάνθεον '

κι εσύ

κλεισε στη μνήμη

τη ζωή

που έχεις ζήσει.

Αλήθεια τι μνήμες ξεσηκώνει μέσα μου το παλιό Λευκαδίτικο καρναβάλι.
Εκείνους τους αξέχαστους χορούς στο θρυλικό 'Πάνθεον', το μπρίο, το κέφι, τα
κοκινα-μπλε στο πέτο. Τις παρλάτες του Βούλη, τους διακόσμους του Γιάννη
Αθηνιώτη και του Δημου Μαλακάση. Το 'Πανθεον' αντικατοπριζε το μεγαλείο της
Λευκαδιτικης ψυχής. Του Λευκαδιτη που εκανε το πονο του χορό. Τη φτωχεια του
σερπατίνα. Και την αγάπη για τη ζωη την εκανε τραγούδι, ξενυχτι, μεθυσι. Ο
αξέχαστος Βούλης Βρεττός εγραψε το1972(αναφερομενος στο Λευκαδίτικο
Καρναβάλι) ότι ' ο Λευκαδίτης απ ΄όταν γεννηθεί έχει στο αίμα του την
αποκριά, ζει το καρναβάλι γιατί το νοιώθει πραγματικά και δίνεται σ΄ αυτό
ολόψυχα και το περιμένει σαν μια όαση μέσα στη χειμωνιάτικη επαρχιώτικη
πλήξη'. Και είχε δικιο. Μόνο που οι καιροι άλλαξαν. Και η τηλεόραση μας
καθήλωσε στην πολυθρόνα. Δυστυχώς. Το παλιό Λευκαδίτικο καρναβάλι έμεινε
αξέχαστο γιατί είχε χορό, ξεφάντωμα, ξενύχτια. Έμεινε αξέχαστο και όσοι το
έζησαν- το αναπολούν- γιατί δεν υπήρχε υποκρισία, δεν υπήρχε η τηλεοπτική
ισοπέδωση. Ειχε κατάθεση ψυχής, ειχε ειλικρίνεια. Παρα τη φτώχεια και την
κακουχία της εποχής ο Λευκαδίτης διασκέδαζε με την καρδιά του, συμμετείχε,
αγαπούσε τη ζωή.

Οπως εγραψε ο αειμνηστος Πανταζής Κοντομίχης («Λευκαδίτικες σελίδες» -
εφημερίδα του Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου OΡΦΕΥΣ -1963), απ' το 1880 μέχρι
περίπου το 1905, ο φημισμένος Λευκαδίτης ζωγράφος Σπύρος Γαζής, πατέρας της
κυρίας Ουρανίας Αρβανίτη, που ήταν σπουδαγμένος στη Βενετία, είχε αναλάβει
την καλλιτεχνική και ευπρόσωπη εμφάνιση της μάσκαρας στη Λευκάδα.
Επιτηρούσε, έντυνε, διευθετούσε, χρωμάτιζε και σχεδίαζε αποκριάτικα
κοστούμια, σύμφωνα με την ευαισθησία του και την αισθητική του διάθεση,
χωρίς να παίρνει ούτε μια δεκάρα. Παρουσίαζε τότε εξαίσιες μασκαράτες σε
ομαδικά καρναβάλια μέσα στην πλατεία με διάφορες σατιρικές απαγγελίες
τσουχτερές αλλά και μορφωτικές. Έντυνε αρλεκίνους, κολομπίνες, ντομινό,
σείχηδες, παληάτσους, το δωδεκάθεο, μαχαραγιάδες, πιερόττους, πρίγκηπες,
τους ήρωες του '21 και άλλες ιστορικές και παραβολικές παραστάσεις. Οι
μαζικές αποκριάτικες εμφανίσεις ήταν φημισμένες για την οργανωτική τους
εκτέλεση και μαζευόντανε κόσμος και κοσμάκης από τα γύρω για να
παρακολουθήση τα χάζα. Τον ίδιο καιρό, άλλος μερακλής που διοργάνωνε
μάσκαρες με μορφωτικότατο περιεχόμενο ήταν ο τσαγκάρης, ιεροψάλτης και
αγαθότατος Λευκαδίτης Θοδωρής Θεμελής ή Μπολμπόλης κι έκανε με μάσκες
ολόκληρες θεατρικές υπαίθριες παραστάσεις στην Πλατεία με αποκριάτικο
περιεχόμενο. Παράστησε την "Αμαρτωλών σωτηρία", την "Ιουδήθ", τους
"Καλαβρέζους", τη "Φιορέντσα" με έμμετρες απαγγελίες και μαζευόντανε πολύς
κόσμος ν' ακούσει και να δει. Μαθαίνω πως όλα αυτά τα έμμετρα σατιρικά του ο
σχωρεμένος μπάρμπα Θοδωρής τα κρατούσε και ίσως τώρα να τα κατέχουν οι
κληρονόμοι του, που 'ναι στην Αθήνα, γι' αυτό δεν θα πρέπει να χαθούνε. Από
του 1905 μέχρι τον πόλεμο του '12, ίσως και παλαιότερα -όχι όμως
εξακριβωμένα- καθιερώθηκε το γαϊτανάκι, που είναι φράγκικη αποκριάτικη
συνήθεια, γιατί απαντάται το Μεσαίωνα, στην Ιταλία προπαντός. Το γαϊτανάκι
γινόταν στην πλατεία (να, γιατί διασκέδαζε τότε ο κοσμάκης, τώρα θέλουμε
εισιτήρια και εισόδους για να ξεσκάσει ο λαουτζίκος.), ξέχωρα απ' τις
περιοδείες που έκανε στις φτωχογειτονιές του Πουλιού, της Άγια-Κάρας και του
Αη-Αντωνιού, και λάβαινε μέρος όλος ο λαός, πλούσιοι και φτωχοί. Το
σκάριαζαν ο Πάνος Κατωπόδης ή Καουτσούς, ο Θωμάς Κονιδάρης, ένας ιταλιάνος
τσαγκάρης που ξέμεινε στη Λευκάδα ο Μαστροριζάριο και ένας χωροφύλακας, που
αγάπησε τη Λευκάδα, ονόματι Ζωγράφος που ήταν και φίνος χοροδιδάσκαλος. Το
Γαϊτανάκι είχε την ιδιορρυθμία να τυλίγονται και να ξετυλίγονται σ' ένα
κοντάρι έγχρωμες κορδέλες με διάφορες τυποποιημένες χορευτικές φιγούρες και
που έπρεπε κανείς με μαεστρία και ακρίβεια, γιατί αλλιώς μπερδεύονταν και
δεν εύρισκες άκρη και πάτο. Το έπλεκαν και το ξέπλεκαν οκτώ ή δώδεκα
χορευτές σε ρυθμό καντρίλιας και στα τελευταία χρόνια οι διοργανωτές βάνανε
να κρατάει το κοντάρι ο πελώριος Τάσος Κατσής (ο ασκητής της Βαγιάς), που
τον ντύνανε με διαόλου κέρατα και ουρά και σεργιάνιζε το γαϊτανάκι στις
γειτονιές με την τρελλή του παρέα. Δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει κανένας
Λευκαδίτης που να θυμάται τις φιγούρες. Μόλις και μετά βίας θυμούνται
μερικές διασκορπισμένες και συγκεχυμένες φιγούρες οι κ.κ. Σπύρος Αχείμαστος,
Γιάννης Καλυβιώτης, Νιόνιος Κονιδάρης, Μαρινάκης και μερικοί άλλοι που ήτανε
χορευταράδες στα νιάτα τους. Τέλος ο χορός του γαϊτανακιού διατηρήθηκε μέχρι
το 1922.

Απ' το 1922 μέχρι το Β' Παγκ. Πόλεμο μεσολαβήσανε οι τραγικότητες και οι
συμφορές στη Μικρασία και ο κόσμος έχασε στο διάστημα αυτό την όρεξή του και
δεν ξανάγιναν μαζικά και λαϊκά καρναβάλια στην Πλατεία. Παρ' όλα αυτά όμως ο
Λευκαδίτης δεν τόβαλε κάτω. Μια χρονιά, τις Αποκριές, έτυχε να γίνουν
δημαρχιακές εκλογές και οι Λευκαδίτες θελήσανε να τις σατιρίσουνε. Μερικοί
νέοι τους κατσαρίστηκε να ντυθούνε με ξερά κολλάρα, παριστάνοντας τους
"υποψηφίους δημάρχους" και από πίσω τους καμιά δεκαριά ντυμένοι "νάνοι", που
κρατούσανε σκούπες και σκουπόξυλα. Όταν λοιπόν ένα βράδυ στην πλατεία
γινόταν η προεκλογική συγκέντρωση και ήταν μαμούδια ο κόσμος για το "λόγο",
ξάφνου από ένα ατσούπι της Πλατείας ξεκαμπίσανε οι "νάνοι" με τους
υποψηφίους δημάρχους -μασκαράδες. Το τί σαματάς έγινε δε λέγεται. Όλος
ετούτος ο κόσμος που "άκουγε με προσοχή το λόγο", ενώθηκε με τους "νάνους"
κι αρχίσανε τη διασκέδαση. Επακολούθησε διαλογική έμμετρη συζήτηση μεταξύ
των "νάνων" και των "μασκαρεμένων" υποψηφίων, με πετυχημένα πιπεράτα
στιχάκια και έμμετρες ερωταποκρίσεις με αποκριάτικο περιεχόμενο. Έτσι, και
οι υποψήφιοι δήμαρχοι (οι ξεμασκάρωτοι) ικανοποιηθήκανε γιατί είχανε "κόσμο"
στην προεκλογική τους συγκέντρωση αλλά και ο κοσμάκης διασκέδασε με τα
κωμικά γκέσα που κάνανε οι μασκαρεμένοι "νάνοι".

Απο την πλευρά του ο αξέχαστος Βούλης Βρεττός -με την μοναδική του πένα-
εγραψε το 1972 για το λευκαδίτικο καρναβάλι:

- O Λευκαδίτης απ΄οταν γεννηθεί έχει στο αίμα του την αποκριά, ζει το
καρναβάλι γιατί το νοιώθει, πραγματικά και δίνεται σ΄' αυτό ολοψυχα-και το
περιμένει σαν μια όαση μέσα στην χειμωνιάτικη επαρχιώτικη πλήξη. Απ΄ τα
σπάργανα μέχρι τα βαθιά του γεράματα μασκαρώνεται όχι για να καλυφθεί και να
υποκριθεί αλλά γιατί έτσι το νοιώθει. Σκασίλα του αν την άλλη μέρα θα βρει
κενωμένο φαϊ 'η αν θα βγει έξω κουρελής. Όλα τα θυσιάζει για μιας βραδιάς
ξεφάντωμα καρναβαλιού, για μια ντορατζίδικη εμφάνιση μασκέ, για λίγες
στροφές του βάλς και ρεβεράνς της μαζούρκας, για την εκτέλεση λίγων
παραγγελμάτων καντρίλιας και λανσιέδων. Οσο κι΄αν όσο κι΄αν ειναι
κατσουφιασμένος και μουτρωμένος, οσο κι΄αν φαίνεται άπραγος και σοβαρός,
μόλις πατήσουν οι απόκριες δεν τον κρατάς, ούτε με τις αλυσίδες απο το
πέραμα του Κάστρου, ούτε με τα κλειδιά απ΄τα χάνια του Κατίνη και του
Τετράδη.

-Οι τουαλέτες, κατι το καταπληκτικό!. Απο δυο μηνες μπροστά όλες οι
μοδίστρες της χώρας πιασμένες. Ράβανε και δεν προφταίνανε. Τα εμπορικά
ξεπούλησαν ολα τους τα νέα υφάσματα, λαμέ, τούλια, μαροκέν, λούτρια, σιφόν,
βελούδα, μεταξωτά, ταφτάδες, δαντέλες, μπροκάρ κλπ ενώ οι κομμώτριες
μερόνυχτα ξαμαλιαζανε, τσουρουφλίζανε και μπογιατίζανε κεφάλια, ξύνανε και
ξεφλουδίζανε νύχια, χαλκομανιάζανε μούτρα και βγάζανε... τρίχες η δε
αισθητικός πλανιάριζε κρέατα, έσπαζε μπιμπίκια, έξυνε μασχάλες και ζύμωνε
και τέντωνε με σελοτεϊπα, στήθια.

-Η πόλις ειχε στολιστεί αποκριάτικα ενώ σ΄ολους τους πόντζους, τα πρεβάζια,
τις προβολές και τις σοάντστες ειχαν απλωθεί πολύχρωμες καρπέτες, κιλίμια,
διάδρομοι, ταπέτα, κουβέρτες και σφρίδια ακόμη, οι δε πόντζοι ειχαν γεμίσει
απο ανθρώπινες μουτσούνες, αμασκάρωτες βέβαια, που ήταν πιο εντυπωσιακές και
κωμικές από τις μασκαρεμένες.

---Εκεί στο 'ΠΑΝΘΕΟΝ' κάθε βράδυ, μια μεγάλη μάζα ανθρώπων(πάσης τάξεως,
φύλου και ηλικίας) πήγαινε κι ερχότανε σαν άμπωτης και πλήμμυρα, μέσα στην
πίστα καθώς κι απάνω στη σκηνή και γαλαρία πούλεγες πως δεν θα έβγαινες άλλο
απο μέσα, απ' το αδιαχώριστο και το χορό μα περισσότερο απ΄το δεφτέρι και
μολύβι του Γούρμου και Μουτρούκαλη οι οποίοι δεν ήσαν μονάχα μπουφετζήδες
αλλα και μέλη της ορχήστρας -τα δυο πρωτα πιάνα της παλαιάς Λευκάδας.

''Ο Γούρμος κι ο Μουτρούκαλης

το ταιριαστό ζευγάρι

σου πέρνανε και τον παρά,

σου κάνανε και τη χάρι!''.

Απ΄τον φωταγωγό του ΄Πάνθεον', πέφτανε βροχή οι σερπατίνες, τα κομφετί και
τα μπαλόνια ενώ οι σοκολάτες, τα παστέλια και τα μαντολάτα του Φιλίπου
'Χαρία', Μεσσήνη, Μπόρσα και Μπαλωμένου σε ταράζανε στον τριόμφο, τη
μουντσουφλιά και κατακεφαλιά. Στο κέντρο της πίστας όλοι οι σύγχρονοι τύποι
της Λευκάδας στα νούμερα τους: σόλο χορό τραγούδι, σκέτς μα ξέχωρα ο Γιώργος
ο Βερδίκης, στις άφθαστες ταυρομαχίες του, ο Λώλος Μαλλιαρής ως Σαρλώ, ο
Κεφάλας γυναίκα του δρόμου με την ομπρέλα του πάντα, κι ο Ζαχαρής στα
ζεμπεκικα και χασάπικα, ανεβασμένος στους ώμους του Δήμου Σάντα και
Τζετζέκου, κάνοντας εκείνους τους απίθανους μορφασμους και γκριμάτσες. Κι
όσοι δεν αντεχανε να δια... πιστωθούν, καθόντανε σε κάποια ακρή ή απάνω στη
γαλαρία στιβαγμένοι σαν παστές σαρδέλλες και κάνανε ντόρο με τις μάσκαρες.
Αυτοι την παθαίνανε χειρότερα. Χειρότερα ακόμα την παθαίνανε οι
καθυστερημένοι που δεν κατορθώσανε να προχωρήσουν μέσα στο 'ΠΑΝΘΕΟΝ' απο την
πολυκοσμία και γινότανε παπάκια απο τη βροχή και κατάμαυροι απ΄την τσιμπισά
που τρώγανε εξω στο στενό, περιμένοντας στα χαμένα μήν αδειάσει καμια θέση ή
μη βρεθεί καμία μάσκαρα που να θέλει συνοδό. Ετσι κάθε βράδυ το 'ΠΑΝΘΕΟΝ'
ηταν στις φλόγες.

----Xoρευτηκε το γαϊτανάκι που δίδαξε ο ακούραστος παλιός χορευταράς και
μέτρ Νιόνιος Κονιδάρης(Πατσάς), αφιχθείς επί τούτου εξ Αθηνών. Μετά έγινε το
φάτο! Εκτέλεση μουσικού προγράμματος απο την ποντικίσια μπάντα που διηύθυνε
ο Βερδίκης 'εν εξάλλω καταστάσει', χρησιμοποιώντας για μπακέτα τα σβούρδουλα
του παλιού παιδονόμου, κυρ Αναστάση με τα μουστάκια. Για όργανα
χρησιμοποιήθηκαν η Γκράν -κάσα του Μπούζου, το μπάσο του Κουφάκια, το
ταμπούρλο του Λίζα, τα πιάτα του Μπατίστα, το φλάουτο του Βαγγέλη Καζάζη, το
τρομπόνι του Αποστόλη Μπρούμη, το κλαρίνο του Καμπύλαφκου, τα βιολιά του
Ταμπατούρλα και Μπουμπούλια, η φλογέρα του γέρου -Καπογιανέλου, το ντέλφι
της Πριγάμπας, το κλάξον του 'Σάμψον' του Μπάλτσα. Παιχτήκανε και
τραγουδηθήκανε θαυμάσιες παλιές και νέες μελωδίες ως και τοπικά τραγούδια
που ειχε σκεπάσει ο χρόνος όπως: 'άσπρο, μαύρο, κόκκινο της Κογιογούς το
κόσκινο', 'δεν έχουμε λεπτά, να πάμε σινεμά, τσιρμπόμ-τσιρμπόν..',. ''έλα
κι΄εσύ μαζί μ΄εμέ, στου Παναγή στου Μπελεμέ, δεν ξέρω τώρα που θε νάβρω και
του Κόκκινου το μαύρο-ελεήστε Χριστιανοί που να βρώ τον Κουτσουνή, για που
πρέπει να του δίνω, για να βρώ τον Φερεντίνο'', 'Με το σεισμό, μα τι κακό,
αχ! ειναι πράγματι πολύ τρομακτικό'', 'Μια δεκάρα της Μπούζαινας, και τα
γατιά του Τσούφλα, του Μπαλωμένου οι γάιδαροι και Σκλεπετή οι σκύλοι..''.
''Ω! Πω-πώ, ψυχή μου πράμα, ποιος θαπλώσει να το πάρει, αρμυρήθρες απ΄τη
Γύρα, και παγούρς απ΄ το Ιβάρι. Απο τον τεκέ Κοκούτσες απ τη Σάλτενη
χυβάδια, καποσάντες απ΄ τις λούτσες, ω! πώ, πω ψυχη μου πράμα, άμα φάς θα
ξαναζήσεις, μάραθο απο το Κάστρο, κάρδαμο Μεγάλης Βρύσης''. Σόλο τραγούδησε
ο Ανδρέας ο Οπερας(Ντούσκας), που τον συνόδευσαν ο Ζαχαρής, ο Μάριος Χόρτης,
ο Πούλος, ο Πάπιος κι ο Λομπράνος. Εκεί παρουσιάστηκε κι΄ο Θοδωρής ο Κβέλης
κι είπε το παλιό του τραγούδι που έλεγε πάντα στις ταβέρνες ενώ ο ψευδός
Ταρντανέλιας τραγούδησε το τραγούδι που έλεγε κάποτε ερωτευμένος. Το μουσικό
πρόγραμμα έκλεισε με το Ντε Βαλαμόντε που τραγούδησε τη ''Ξανθιά Βαρόνη'',
έκανε κορνέτα με τη μύτη και χόρεψε το χορό του διαβόλου, μα γλίστρησε και
βρέθηκε ξαφνικά στα ποδάρια του, μια νεκροκεφαλή!

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Details
dionysis logo
Αφιέρωματα
06 February 2012
Hits: 15456

sikelianos2ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ 1884-1951

Στις 19 Ιουνίου συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από τότε (1951) που έφυγε από τη ζωή στα 67 του ο μεγάλος Λευκαδίτης ποιητής Αγγελος Σικελιανός.Ο οικουμενικός.

Πνευματικό εμβατήριο

Ομπρός. βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ΄ την Ελλάδα

Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ' τον κόσμο!

Τι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,

κι α, ιδέτε, χώθηκε τ' αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!

Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μοναχός του ν' ανέβει ο ήλιος

σπρώχτε με γόνα και με στήθος να τον βγάλουμε απ' τη λάσπη,

σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ' το γαίμα.

'Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!

Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του,

ομπρός, ομπρός, κ' η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!

Ομπρός, οι δημιουργοί!... Την αχθοφόρα ορμή Σας

στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!

 

 

Χ Ρ Ο Ν Ο Λ Ο Γ Ι Ο

Γέννηση του Άγγελου Σικελιανού στη Λευκάδα. Είναι το έβδομο και τελευταίο παιδί του λόγιου καθηγητή της γαλλικής και ιταλικής γλώσσας Ιωάννη Σικελιανού (1831-1910) και της αρσακειάδας Χαρίκλειας Στεφανίτση (1847-1926). Αδέλφια του: 1) Έκτωρ (1873-1919), σύζυγος της Αθηνάς Πεντάκη 2) Μενέλαος (1874-;) 3) Ελένη (1880-1960), σύζυγος του ποιητή Σπήλιου Πασαγιάννη, τον οποίον αργότερα διαζεύχθηκε 4) Πηνελόπη (1882-1917), σύζυγος του Raymon Duncan, αδελφού της Ιsadora. Απόκτησαν ένα γιο, τον Μενάλκα (1905-;) 5) Άγγελος (1877-1884) 6) Διονύσιος (;-1884). Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της χαρακτηροδομής του ποιητή διαδραμάτισε η θεία-Μαρία, η παραμάνα του.

1885-1890

Μεγαλώνει μέσα στη λευκαδίτικη φύση και την πνευματικότητα της οικογένειάς του. Από την παιδική του ακόμη ηλικία γνωρίζει ότι η φύτρα του κρατάει από το μέρος του πατέρα του από τον Άγιο Διονύσιο [Σιγούρο, 1547-1622] και ότι από το μέρος της μάνας του συγγενεύει με τον Βαλαωρίτη. Ίσως αυτό να του δημιουργεί ένα συναίσθημα διαδοχής.

1895

Τελειώνει το δημοτικό σχολείο. Εγγράφεται στη β τάξη του Ελληνικού.

1896

Τελειώνει το Ελληνικό. Εγγράφεται στο τετρατάξιο Γυμνάσιο της Λευκάδας.

1896-1900

Εφηβικές ανησυχίες που εκδηλώνονται με στίχους άτεχνους και με εγγραφές σε λευκώματα της εποχής. Τελειώνει το Γυμνάσιο τον Σεπτέμβρη του 1900, οπότε έρχεται στην Αθήνα και εγγράφεται στη Νομική Σχολή. Αυτή υπήρξε και η μοναδική του σχέση με τη συγκεκριμένη επιστήμη.

1901, 27 Φεβρουαρίου

Στην ιεράν κόγχην, του θεάτρου του Διονύσου, ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1867-1911) ανεβασμένος σε μια σπασμένη κολόνα διαβάζει τη ντανουντσιακού ύφους εισήγηση-πρακτικό της ίδρυσης της Νέας Σκηνής (1901-1905) σε οκτώ επίλεκτους ακροατές του: Κωστή Παλαμά, Γιάννη Βλαχογιάννη, Δημήτριο Κακλαμάνο, Δημήτρη Καμπούρογλου, Παύλο Νιρβάνα, Λάμπρο Πορφύρα, Γεώργιο Στρατήγη και Γρηγόριο Ξενόπουλο, οι οποίοι και την υπέγραψαν. Στις 22 Νοεμβρίου γίνεται η επίσημη έναρξη των παραστάσεων της Νέας Σκηνής στο θέατρο Βαριετέ με την Άλκηστιν του Ευριπίδη. Μύστης ήδη, ο Σικελιανός λαβαίνει μέρος στον χορό των πρεσβυτών, ενώ η αδελφή του Ελένη Πασαγιάννη κρατά τον ρόλο της θεράπαινας. Στις 4 Δεκεμβρίου η Νέα Σκηνή, πάλι στο Βαριετέ, ανεβάζει την Αγριόπαπια του Ιbsen. Ο Σικελιανός παριστάνει έναν άλλο κύριο. Στις 20 Δεκεμβρίου ανέβηκε η Λοκαντιέρα του Γκολντόνι. Λοκαντιέρα η Ελένη Πασαγιάννη, Κόντε Ροδαυγίτης ο Άγγελος Σικελιανός.

1902

Τον Μάρτη δημοσιεύει στο περιοδικό Διόνυσος (1901-1902) τρία ποιήματα με τον τίτλο Βallades. Δυσαρεστείται όμως γιατί τα ποιήματά του δημοσιεύτηκαν κάτωθι της προκηρύξεως ενός ποιητικού διαγωνισμού. Τον Σεπτέμβριο δημοσιεύεται στο περιοδικό Παναθήναια το ποίημά του Αrs minimi.

1903-1905

Τον Ιούλιο (1903) παίζει στο έργο του Η. Βecque Σύρτα-Φέρτα (La navette) και τον Αύγουστο στην κωμωδία του Α. Βilhaud Η τελευταία απ όλες. Δημοσιεύει μια σειρά ποιημάτων στα περιοδικά Ο Νουμάς, Παναθήναια, Η Μούσα, Zωή, Ακρίτας. Το καλοκαίρι του 1905 ταξιδεύει με τους Πασαγιάννηδες (τα αδέλφια Κώστα, Σπήλιο και Φαλίτσα - Φαλιώ) στον Ταύγετο, στο δάσος της Βασιλικής, όπου έμειναν σαράντα ημέρες μέσα σε μια καλύβα πλεγμένη από κλαδιά ελάτων. Τον Οκτώβριο του 1905 δημοσιεύει στον Νουμά το ποίημα Ο Ξένος που Αφιερώνεται στον Σπήλιο Πασαγιάννη που ευρίσκεται στην Κέρκυρα. Ο Φ. Γιοφύλλης τον θέλει να διαβάζει ποιήματα (παρέα με τον Σ. Σκίπη) στο καφενείο Νέον Κέντρον (Χαυτεία).

1906

Στο σπίτι της Ιsadora Duncan στον Κοπανά (Βύρωνας) στους πρόποδες του Υμηττού γνωρίζει τον Αύγουστο την Εvelina Courtland Ρalmer (1874-1952), που είχε έρθει στην Ελλάδα παρέα με την αδερφή του Πηνελόπη και τον Raymond Duncan από το Παρίσι (Νeuilly), με σκοπό να τον συναντήσει.

1907

Την άνοιξη βρίσκεται στην Αίγυπτο, στη λυβική έρημο όπου, κατά τα λεγόμενά του, έγραψε τον Αλαφροίσκιωτο μέσα σε μια βδομάδα. Το καλοκαίρι γράφει τις Ραψωδίες του Ιόνιου. Φεύγουν με την Εύα για τις ΗΠΑ, αφού διέμειναν για λίγο στο Παρίσι. Παντρεύονται κατά το προτεσταντικό δόγμα στις 9/9/1907, στο Βar Ηarbor, Μaine, στο σπίτι του δεύτερου συζύγου της μητέρας της Εύας, του γιατρού Robert Αbbe. Επιστρέφουν στη Λευκάδα αλλά στο τέλος του έτους: Ο Άγγελος λείπει σχεδόν δύο βδομάδες σε κάποια άγρια χώρα [;] γράφει η Εύα στη Νatalie Βarney.

1908

Στην εφημερίδα Αστραπή δημοσιεύεται ανταπόκρισή του με τίτλο Ο Κάιζερ εις την Λευκάδα. Ίσως να είναι το πρώτο πεζό κείμενο που δημοσίευσε και που περιγράφει την εντύπωση που δημιούργησε στους ντόπιους η διέλευση του Κάιζερ από τα νερά της Λευκάδας.

1909

Συνεχίζεται η προώθηση του Αλαφροίσκιωτου. Στην αίθουσα του περιοδικού Ο Παν (Σταδίου 35), που εξέδιδε ο Α. Καμπάνης, ο Σικελιανός έδωσε τρεις διαλέξεις. Στις 12/2 Κήρυγμα Ηρωισμού, 19/2 Παν ο Μέγας, 7/3 Ο Ομηρικός Οδυσσεύς. Στις 18/2 ο Α. Καμπάνης μιλάει για τον Αλαφροίσκιωτο, ο οποίος στις 12[;]/3 κυκλοφορεί. Έκδοση προκλητική, μεσαιωνική, μοιράστηκε δωρεάν. Ακολούθησαν παραληρηματικές κριτικές αλλά και σαχλολογήματα ηλιθίων. Προς απάντηση των τελευταίων δημοσιεύει την Ωδή Αποχαιρετισμού στον Νουμά (39/3). Πηγαινοέρχεται Αθήνα-Λευκάδα. Στις 27 Μαρτίου γεννιέται ο γιος του Γλαύκος στην Αθήνα. (Πεθαίνει το 1994 στις ΗΠΑ.)

1910

Τον Ιανουάριο δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Πάτρας Το Σέλας άρθρο σε συνέχειες για το έργο του DΑnnunzio Ίσως ναι Ίσως όχι (Forse che si - Forse che no), καθώς επίσης και για τον επαναστάτη αξιωματικό του ναυτικού Κ. Τυπάλδο. Όλο το 1910 δημοσιεύει δύο ποιήματα. Ιδρύεται ο Εκπαιδευτικός Όμιλος. Από τα πρώτα μέλη κι ο Σικελιανός. Τον Οκτώβρη βρίσκεται στη Ρώμη όπου πληροφορείται τον θάνατο του πατέρα του.

1911

Οι Σικελιανοί στο Παρίσι. Παίζουν στο θέατρο Chtelet και κατόπιν στο Τrocadero την Ηλέκτρα του Σοφοκλή στο πρωτότυπο. Η διανομή: Ηλέκτρα η Πηνελόπη Σικελιανού-Duncan, Κλυταιμνήστρα η Ελένη Σικελιανού, Χρυσόθεμις η Εύα Σικελιανού, Αίγισθος ο Raymon Duncan, Ορέστης ο Δ. Δεβάρης.

1912

Ξανά στη Ρώμη και το Παρίσι όπου επισκέπτεται τον Rodin στο σπίτι-εργαστήριό του. Από το Παρίσι στέλνει στο περιοδικό Γράμματα της Αλεξάνδρειας κείμενο με τίτλο Ομιλίες μου με τον Rodin. Τον Ιούνιο στην Ολυμπία γράφει τη Συνέχεια της Ομιλίας μου με τον Rodin και αισθητικά σημειώματα. Επιστρατεύεται στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο. Στο τέλος του έτους βρίσκεται στο Μεσολόγγι.

1913

Από τον Ιανουάριο ώς τον Νοέμβρη υπηρετεί στην Αθήνα. Στέλνει στα Γράμματα της Αλεξάνδρειας τη συνέχεια του κειμένου του για τον Rodin. Όλο το 1913 δημοσιεύει μια σειρά ποιημάτων, όπως και το περασμένο έτος, επικαιρικών. Εκτός από το Πορτραίτο του Μαβίλη, αναδημοσιεύονται όλα στα Γράμματα. Στα τέλη του χρόνου βρίσκεται στην Ολυμπία. Ο Γ.Π. Σαββίδης δημοσίευσε (1966) το αθησαύριστο ποίημα Για τη Στέψη που δημοσιεύτηκε στην εφ. Εφημερίς στις 8/3, μέρα της ενθρόνισης του Κωνσταντίνου.

1914

Περιπλανιέται στην Ελλάδα. Δουλεύει τις Συνειδήσεις, δημοσιεύει μια σειρά από ποιήματα στα Γράμματα της Αλεξάνδρειας, όπως τον Παντάρκη κ.ά., και στη Νέα Zωή της Αλεξάνδρειας. Για δεύτερη φορά πετάει με αεροπλάνο πάνω από την Αττική. Την πρώτη φορά πέταξε στη Ρώμη το 1911 κι εντυπωσιασμένος έγραψε το σονέτο Πετώντας, που δημοσιεύεται τώρα στη Νέα Zωή. Στις 11/11 γνωρίζεται με τον Ν. Καζαντζάκη στα Γραφεία του Εκπαιδευτικού Ομίλου στην Αθήνα. Κατά την κλασική πλέον ρήση του Π. Πρεβελάκη αναγνωρίζονται αμέσως αδερφοί. Στις 14/11 ξεκινούν για ένα ταξίδι στο Άγιο Όρος. Από το ταξίδι τους κρατούν και οι δύο ημερολόγιο.

1915

Με ορμητήριο το σπίτι του στη Συκιά Κορινθίας η περιπλάνηση συνεχίζεται παρέα με τον Καζαντζάκη. Τον Μάρτη βρίσκονται στη Σπάρτη από όπου, καθώς ο διχασμός Βενιζέλου-Κωνσταντίνου είναι πλέον γεγονός, αποστέλλουν τηλεγραφικώς ευλαβή χαιρετισμόν στον Βενιζέλο. Από τον Πρόλογο στη Zωή τυπώνονται και κυκλοφορούν Η Συνείδηση της Γης μου και Η Συνείδηση της Φυλής μου. Λίγα βιβλία, έκδοση δερματόδετη πολυτελής, σχήμα μικρό, εκτός εμπορίου. Στα Γράμματα δημοσιεύονταν ποιήματα (Ιούλιος) που ο Σικελιανός είχε στείλει την προηγούμενη χρονιά, όπως και το κείμενο της διάλεξης (24/4) που έδωσε ο Π. Περίδης στο εντευκτήριο του περιοδικού. Σύμφωνα με μαρτυρία του Αρ. Καμπάνη έχει ήδη αρχίσει τον Ασκληπιό.

1916

Συνεχίζει να δουλεύει τον Ασκληπιό, drame mystique κατά μαρτυρία της Εύας. Αρχίζει επίσης το ποίημα Μήτηρ Θεού. Οι περιπλανήσεις του συνεχίζονται. Κυκλοφορεί ο τρίτος τόμος του Προλόγου στη Zωή, Η Συνείδηση της Γυναίκας. Δημοσιεύει τον Δεκέμβριο στην Ακρόπολη το ποίημα Για το Βασιλιά και Της πείνας το καμίνι (από αφορμή την πείνα εξαιτίας του αποκλεισμού του Κράτους των Αθηνών από τους συμμάχους).

1917

Τον Ιανουάριο στην Κηφισιά. Δημοσιεύει Της Κόπρου το ψωμί. Τον Φλεβάρη βρίσκεται στον Όσιο Λουκά όπου αργότερα τον συναντά ο Ίων Δραγούμης. Δημοσιεύονται στο περ. Λόγος τα τρία πρώτα μέρη της Μητέρας Θεού. Τον Μάη φεύγει με τον Καζαντζάκη για την Πραστοβά της Μάνης, όπου ο Καζαντζάκης θέλει να αξιοποιήσει ένα λιγνιτωρυχείο. Αρχιεργάτης ο Γεώργιος Zορμπάς, ο κατοπινός Αλέξης. Γράφει το ποίημα Ο χαιρετισμός [χρον. Νύχτα 1 Ιουνίου 1917. Μάνη] για τον Κωνσταντίνο που φεύγει εξόριστος. Τυπώνεται Η Συνείδηση της Πίστης. Συγκλονισμένος από τον θάνατο του Rodin, γράφει στη Συκιά κείμενο για να δημοσιευτεί στα Γράμματα της Αλεξάνδρειας.

1918

Στο περ. Λόγος τυπώνεται το τέταρτο άσμα της σύνθεσης Μήτηρ Θεού. Τον Απρίλιο αρχίζει να τυπώνεται Το Ποίημα [=Πάσχα των Ελλήνων]. Η έκδοση σταματάει. Τον Ιούλιο δημοσιεύεται στα Γράμματα το κείμενό του Αύγουστος Ροντέν. Επίσης το ποίημα Αφροδίτ÷η Ουρανί÷α. Δεν υπήρξε περαιτέρω συνεργασία με τα Γράμματα της Αλεξάνδρειας.

1919

Εκδρομές με τον Καζαντζάκη. Δημοσιεύεται στον Λόγο το πέμπτο άσμα της Μητέρας Θεού. Τυπώνεται το κείμενό του για τον Περικλή Γιαννόπουλο κι αυτό εκτός εμπορίου. Πρώτη δημοσίευση αποσπάσματος από τον Ασκληπιό στη Λύρα με εισαγωγικό σημείωμα. Στο περιοδικό Οι Νέοι δημοσιεύουν αποσπάσματα από το Πάσχα των Ελλήνων. Μια σειρά από ποιήματα δημοσιεύονται στη Λύρα. Ανάμεσά τους ο Χαιρετισμός στον Νίκο Καζαντζάκη. Τον Οκτώβρη βρίσκεται στη Μονή του Προφήτη Ηλία στην Άμφισσα. Αρχίζει να κάνει λόγο για την κατοπινή Δελφική του Ιδέα.

1920

Οι μετακινήσεις του έτους: Συκιά - Μονή Αγίου Σεραφείμ - Συκιά - Απάνω Αγόριανη. Στο περ. Οι Νέοι δημοσιεύονται μέρη από το Πάσχα των Ελλήνων. Οι εκδότες του περιοδικού παίρνουν εν αγνοία του Σικελιανού την πρωτοβουλία να εκδώσουν ανθολόγιο ποιημάτων του με τίτλο Στίχοι. Η έκδοση έχει τα χάλια της, ο ποιητής δυσαρεστείται, τα βιβλία δεν κυκλοφορούν. Παρά τη δυσαρέσκειά του όμως τα αποθηκευμένα στο σπίτι του πουλήθηκαν, για λόγους επιβίωσης, στην Κατοχή. Για την επάνοδο του Κωνσταντίνου τον Νοέμβρη δημοσίευσε στο τεύχος Στου Βασιλιά το Γυρισμό τα ποιήματα Ο Χαιρετισμός και Το μαρτύριο του Όσιου Σεραφείμ στον Ελικώνα.

1921

Στις 2 Απριλίου επιβιβάζεται σε ιταλικό πλοίο με προορισμό τους Αγίους Τόπους. Φτάνει στην Ιερουσαλήμ στις 7/4. Μέχρι τις 26/4 (π.η.) επισκέπτεται όλους τους τόπους όπου βάδισε και δίδαξε ο Χριστός και βίωσε το Πάθος του. Από το ταξίδι κράτησε Ημερολόγιο. Κινείται μεταξύ Συκιάς - Δελφών και ονειρεύεται ένα κοσμικό μοναστήρι, που θά χε πρότυπη σχολή και ινστιτούτο, μαζί με τη δημιουργία μεγάλου περιοδικού, σχολιάζει ο Φ. Γιοφύλλης. Γράφει το πρώτο μέρος πεζής τριλογίας που ήθελε να εκδώσει υπό τον τίτλο Δελφικός Λόγος, τον Λόγο Σπερματικό. Στο βιβλίο του Ηubert Ρernot La Grce Αctuelle dans ses potes, Garnier, Ρaris 1921, μεταφρασμένα δύο ποιήματά του [Δέηση - Ρrire, Προσευχή για τα Γιάννενα -Ρrire pour Janina].

1922

Περιηγήσεις σε Πελοπόννησο - Αττική με τον Ν. Καζαντζάκη. Τον Μάρτη κυκλοφορεί το Ανοιχτό Υπόμνημα στη Μεγαλειότητά του, στο οποίο παίρνει ολοφάνερα το μέρος του Κωνσταντίνου και τον συμβουλεύει να δώσει τα χέρια με τους Τούρκους. Ο Γιοφύλλης επιχειρεί την έκδοση Ανθολογία των νέων ποιητών μας (1900-1920) [από τον Σικελιανό ώς τον Δρίβα]. Από τον Μάη μέχρι τον Αύγουστο εκδρομές πάλι: Συκιά - Zεμενό - Κυκλάδες με τον Γ. Μπούρλο (ηθοποιό που υποδύθηκε στις Δελφικές Γιορτές τον Προμηθέα Δεσμώτη). Στην Άνω Αγόριανη Παρνασσού μαθαίνει τα νέα για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Κλείνεται στο δωμάτιό του και κλαίει, γράφει ο Μπούρλος. Συνθέτει τον Όρκο των Κοινοτήτων στη Μάνα Ελλάδα.

1923

Στη Νέα Πολιτική δημοσιεύεται απάντησή του σε Έρευνα επί της Βαλκανικής προσεγγίσεως και οι Ομιλίες μου στους αρίστους. Πρόκειται μάλλον για τις πρώτες εισηγήσεις μιας προγραμματισμένης σειράς που δεν πραγματοποιήθηκε. Η Δελφική Ιδέα αρχίζει να σχηματοποιείται σιγά-σιγά και ήδη από τον Μάρτη με ομιλία του Κλ. Παράσχου να χτίζεται η εικόνα του Σικελιανού.

1924

Επιχειρεί ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση μέσω Γερμανίας, όπου πηγαίνει με την Εύα, η οποία στο tingen είχε παραγγείλει το Εvion Ρanarmonion (είδος κλειδοκυμβάλου, έμπνευση του Κ. Ψάχου για την απόδοση της βυζαντινής μουσικής). Το ταξίδι δεν πραγματοποιήθηκε. Το καλοκαίρι φιλοξενεί τον Μητρόπουλο στη Συκιά. Πηγαινοέρχεται από τη Συκιά στους Δελφούς με μια παρένθεση (1-17/12) στην Ολυμπία.

1925

Μένει μόνιμα στους Δελφούς. Τον Απρίλιο προσφωνεί ελβετούς εκδρομείς. Καλεί από την Αθήνα, Μαρούσι και Κηφισιά 100 περίπου μέλη της πνευματικής και διαλεχτής κοινωνίας να έρθουν στους Δελφούς όπου τους αναπτύσσει το δελφικό του πρόγραμμα (1-3/5). Τον Ιούνιο απαγγέλλει την Ωδή στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη στη Λευκάδα στις γιορτές για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του βάρδου της Μαδουρής.

1926

Τον Φλεβάρη πεθαίνει η μητέρα του. Θάπτεται στους Δελφούς. Μεγάλη κινητικότητα των Σικελιανών και των περί αυτούς. Η Εύα ασκεί τον χορό για τη διδασκαλία του Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, φροντίζει για τη μουσική, υφαίνει τα ρούχα. Ο Σικελιανός γράφει άρθρα στο Ελεύθερον Βήμα προσπαθώντας να εξηγήσει τα κίνητρά του για τη δελφική προσπάθεια, γράφει ατελείωτα γράμματα σε ξένους διανοούμενους, ασχολείται με τις προσκλήσεις. Τυπώνεται σε μεγάλο σχήμα Η Αφιέρωση του Δελφικού Λόγου.

1927

Στις 9-10 Μαίου οι Δελφικές Γιορτές που εκτός από την παράσταση του Προμηθέα περιλαμβάνουν αθλητικούς αγώνες, έκθεση λαικής χειροτεχνίας λαμπαδηδρομίες κ.λπ. Η επιτυχία υπήρξε πρωτοφανής. Ο ποιητής μετά την παράσταση του Προμηθέα (9/5) εκφωνεί εμπνευσμένο λόγο στα γαλλικά, που δημοσιεύτηκε στο περ. Ιdal et ralit υπό τον τίτλο Ρarοles Delphiques και πρόλογο του Μario Μeunier. Την τρίτη μέρα, που ο Προμηθέας επαναλήφθηκε για τους ντόπιους, ο ποιητής με λίγα εμπνευσμένα λόγια τούς κάλεσε να ορκιστούν τον μεγάλο ορφικό όρκο. Στις 29/5 μιλάει στον Πειραιά για τις Γενικές γραμμές της Δελφικής Προσπάθειας. Τον Σεπτέμβρη η Εύα πηγαίνει στις ΗΠΑ για να προωθήσει τη Δελφική Ιδέα και το έργο του Άγγελου.

1928

Μένει στους Δελφούς με μικρές διακοπές. Στον Πύργο της Ηλείας μιλάει για Τα αετώματα της Ολυμπίας. Στέλνει από τους Δελφούς να τυπωθεί ο Λόγος Σπερματικός και παίρνει τα πρώτα δοκίμια. Στις ΗΠΑ η Αlma Reed έχει μεταφράσει την Αφιέρωση του Δελφικού Λόγου. Στις 4/11 φεύγει για το Παρίσι όπου συναντά την Εύα και όπου προσπαθεί να συνεργαστεί με ορισμένους γάλλους διανοούμενους για την προετοιμασία των [Δελφικών] εορτών [του 1930]. Απογοητεύεται πλήρως από την σχεδόν εχθρική στάση που κράτησε απέναντί του ο Εd. Schur, με τον οποίον όμως είχε μέχρι τότε διατηρήσει μια πολύ ενδιαφέρουσα αλληλογραφία.

1929

Στις 25/3 ο Σίμος Μενάρδος εκφωνεί λόγο στη συνεδρία της Ακαδημίας, για τη βράβευση του έργου του ζεύγους Σικελιανού. Είχε εισηγηθεί ο Κ. Παλαμάς. Το περ. Ιόνιος Ανθολογία (Μαρτ.-Απρίλ.) ρίχνει την ιδέα να προταθεί ο Σικελιανός για το βραβείο Νobel. Στα μέσα του Αυγούστου τον επισκέπτεται στους Δελφούς ο Εd. Ηerriot (γάλλος πολιτικός, συγγραφέας, πρωθυπουργός) παρέα με τον Σεφέρη. Στις 22/8 ο ποιητής γράφει το άρθρο Λίγες Φιλολογικές κουβέντες μου με τον Ερριό που δημοσιεύεται στην εφ. Πρωία (25/8). Στην ίδια εφ. δημοσιεύεται προς τα τέλη του Οκτώβρη το κείμενό του Το Δωρικό Πανεπιστήμιο των Δελφών [προσχέδιο].

1930

Στο περ. Πρωτοπορία δημοσιεύτηκε ο Σπερματικός Λόγος με τίτλο Ένα παλιό μου ορφικό προανάκρουσμα για τους Δελφούς [χρονολόγηση: 1921]. Μιλάει στην Αρχαιολογική Εταιρεία τον Γενάρη για τον προορισμό της Κοινότητας. Τον Μάη (1-3, 6-8, 11-13) επαναλαμβάνονται οι Δελφικές Γιορτές, κατά τις οποίες, εκτός από τον Προμηθέα Δεσμώτη που διδασκόταν την πρώτη κάθε τριημέρου, ανέβηκαν και οι Ικέτιδες του Αισχύλου. Πλήρης οικονομική κατάρρευση των Σικελιανών. Τον Οκτώβριο συνέρχεται στην Αθήνα η Α' Βαλκανική Συνδιάσκεψη. Σκοπός: η προσέγγισις των βαλκανικών κρατών, και, τελικώς, η πραγματοποίησις της ενώσεως αυτών, της Ελλάδος τουτέστι, της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας και της Τουρκίας. Στις 12 Οκτωβρίου οι σύνεδροι εκδράμουν στους Δελφούς. Ο Σικελιανός δράττεται της ευκαιρίας και από το καταφύγιό του της Ελευσίνας πηγαίνει στους Δελφούς και απευθύνει στους εκδρομείς Λίγα λόγια στα μέλη της Βαλκανικής Συνδιάσκεψης στα γαλλικά.

1931

Μιλάει στον Παρνασσό (2/2) με θέμα: Η Δελφική Ιδέα. Στις 8/2, στο σπίτι του Ν. Αιγινήτη υπογράφεται το καταστατικό της Δελφικής Ένωσης. Τον Ιούνιο μιλάει στον Στρατό της Θράκης (στην Κομοτηνή) στην καθαρεύουσα με θέμα: Ο Δελφικός Πυρήν φορεύς της παγκοσμίου πνευματικής θελήσεως. Με συνεντεύξεις του προσπαθεί να κάνει σαφές το νόημα αλλά και την Πρακτική της Δελφικής Ιδέας. Στο τέλος της χρονιάς μένει στην Ελευσίνα και κατά μαρτυρία του Γιοφύλλη επανέρχεται στις μελέτες του για τα ελευσίνια-ορφικά μυστήρια.

1932

Στο Καλαμάκι γράφει το έργο Ο Τελευταίος Ορφικός Διθύραμβος ή ο Διθύραμβος του Ρόδου που θέλει να το θεωρεί ως αρχή της σειράς των τραγωδιών του (εκδίδεται τον Σεπτέμβρη).

1933

Οι μεγάλες οικονομικές δυσκολίες δεν επιτρέπουν μετάβαση του Σικελιανού στην Αλεξάνδρεια, όπου ήταν καλεσμένος από το Γαλλικό Λύκειο για να μιλήσει. Οι ίδιες δυσκολίες δεν του επιτρέπουν να εκδώσει τον προαναγγελθέντα Λυρικό Βίο. Κυκλοφορεί από τον Πυρσό, μεταφρασμένος στα γαλλικά από τον ίδιο, Ο Διθύραμβος του Ρόδου. Στις 24/4 δοκιμαστική παράσταση στον λόφο του Φιλοπάππου του Διθύραμβου του Ρόδου. Οι κριτικές ποικίλουν. Τον Αύγουστο η Εύα φεύγει για τις ΗΠΑ. Έχει υπογράψει συμβόλαιο για παραστάσεις αρχαίου θεάτρου με τον Ρ. Ρerkins, ο οποίος το αθέτησε. Στο τέλος του χρόνου νοικιάζει το μικρό σπιτάκι κοντά στο Μοναστήρι της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα, το οποίο μέχρι το τέλος της ζωής του χρησιμοποιεί ως ερημητήριο.

1934

Ένα ταξίδι του στην Παλαιστίνη ματαιώνεται πάλι για λόγους οικονομικούς. Στις 26/7 υπογράφεται το επίσημο καταστατικό της ίδρυσης της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ο Σικελιανός από τα πρώτα ενεργά μέλη. Τον Σεπτέμβριο βρίσκεται στο Λοκάρνο στο 30ο Συνέδριο Ειρήνης, όπου στην ομιλία του προσπαθεί να υποστηρίξει το Δελφικό του όραμα. Μένει για λίγο στη Γενεύη και κατόπιν πηγαίνει στο Παρίσι για την προώθηση της Δελφικής Ιδέας. Γνωρίζεται με τον Ρaul Valry. Η προσπάθειά του να συγκληθεί συνέδριο με την σύμπραξη και υποστήριξη του Ινστιτούτου Πνευματικής Συνεργασίας πέφτει στο κενό για λόγους πάλι οικονομικούς. Στις 3/11 δημοσιεύεται ο Νόμος 6322/1934 περί συστάσεως Δελφικού Οργανισμού. Γράμμα κενό. Πρώτη εμφάνιση του Προλόγου στον Λυρικό Βίο με τη δημοσίευση αποσπάσματος στην εφ. Νέος κόσμος (9/12). Τίτλος: Το πρώτο βήμα της μύησής μου στην αδιαίρετη ποιητική αλήθεια.

1935

Δημοσιεύονται τα ποιήματα Ιερά Οδός, Προσευχή, Στ Όσιου Λουκά το μοναστήρι. Γράφει τον πρόλογο στο βιβλίο του Ρaul Valry Ευπαλίνος ή ο αρχιτέκτων που μετέφρασε η Έλλη Λαμπρίδη. Τον Νοέμβρη και τον Δεκέμβρη δίδει τέσσερις ομιλίες που τις τιτλοφορεί Η Ελευσίνια Διαθήκη. Τη χρονιά αυτή κυκλοφορεί και η ανθολόγηση ποιημάτων του από τον Άγι Θέρο με τίτλο Τα λυρικά του Σικελιανού.

1936

Στις 3/4 η ομιλία του Σικελιανού στον Παρνασσό Ο Παλαμάς ασκητής και μύστης εντυπωσιάζει. Στον ίδιο χώρο τον Δεκέμβρη μιλάει με θέμα Η Δελφική Ιδέα. Δημοσιεύει μόνον δύο ποιήματα: Στο έρμο χωράφι εκεί στη Σαλαμίνα και Φθινόπωρο 1936. Η υγεία του κλονίζεται. Η χώρα κλονίζεται από τη δικτατορία του Μεταξά (4/8).

1937

Στις 22/5 δημοσιεύεται στο περ. Νεοελληνικά Γράμματα με τίτλο Το αίτημα του Σικελιανού λόγος για την αρχαία τραγωδία που ο ποιητής εκφώνησε στο Α' Πανελλήνιο Πανθεατρικό Συνέδριο. Στα Νέα Γράμματα καθ' όλη τη διάρκεια του έτους δημοσιεύει τα ποιήματα Φθινόπωρο 1936, Carmen Οccultum, Η κορφή του Νισύρου, Αναδυομένη, Στ Όσιου Λουκά το μοναστήρι, Λιλίθ και στη Νέα Εστία τα ποιήματα Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, Τα περιστέρια, Ιωάννης Συκουτρής, Γράμματα. Το φθινόπωρο η υγεία του επιδεινώνεται.

1938

Περί τα τέλη Φεβρουαρίου προλογίζει ρεσιτάλ απαγγελίας της Πούπας Κοκκινάκη με την ομιλία του Ο Ποιητικός προφορικός λόγος και η εποχή μας. Η Έλλη Λαμπρίδη τού γνωρίζει την Άννα Καμπανάρη-Καραμάνη. Αρχίζει μια εφηβική αλλά βαθιά και μυστική περιπέτεια με πήγαιν'-έλα του Άγγελου στον Βόλο και διαμονές στο Πήλιο (όπου ο πρώτος σύζυγος της Άννας Γ. Καραμάνης, γιατρός φυματιολόγος, διατηρούσε σανατόριο) και δραματικές καθόδους της Άννας στην Αθήνα. Στον Βόλο ο ποιητής γνωρίζεται με τα μέλη του πολιτιστικού συλλόγου Οι φίλοι των Γραμμάτων και στις 23/10 δίνει διάλεξη με θέμα Η φύση και η Αποστολή του Λυρισμού που γράφτηκε στο Πήλιο. Το κείμενο της συγκλονιστικής ομιλίας που έκανε τον Νοέμβρη στη Συναγωγή του Βόλου δεν διασώθηκε.

1939

Μένει κυρίως στη Σαλαμίνα. Δημοσιεύονται στα Νέα Γράμματα τα ποιήματα Μελέτη θανάτου και Μήτηρ Θεού. Το τελευταίο, με σχόλια της Έλλης Λαμπρίδη, και στο περ. Νέα Πολιτική. Χωρίς να έχει υποβάλει έργα στην αρμόδια επιτροπή, βραβεύεται με το Λογοτεχνικό Βραβείο για το σύνολο του έργου του.

1940

Ματαιώνεται η έκδοση του Λυρικού Βίου. Ανήμερα του Αγίου Πνεύματος παντρεύονται με την Άννα στον περίβολο της Παναγίτσας, μέσα στον Ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Στις 11/7 υπογράφεται ιδιωτικό συμφωνητικό για την έκδοση του Λυρικού Βίου μεταξύ του εκδότη Γ. Γκοβόστη και του Σικελιανού. Όμως εξαιτίας της κήρυξης του πολέμου η έκδοση ματαιώνεται. Στη Φτέρη Αιγίου, όπου περνούν οι Σικελιανοί το καλοκαίρι, τελειώνει την τραγωδία του Σίβυλλα, που τη διαβάζει στις 2/11 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Δημοσιεύονται αποσπάσματα του Προλόγου στον Λυρικό Βίο στα Νεοελληνικά Γράμματα (23/11). Τον Δεκέμβρη μιλά δύο φορές από το ραδιόφωνο για το ολοκληρωμένο νόημα της ελληνικής επιστράτευσης και τις ελληνικές πνευματικές αξίες.

1941

Δημοσιεύει μια σειρά συγκλονιστικών ποιημάτων που έχουν σχέση με τον πόλεμο και εμψυχώνει τους στρατιώτες του μετώπου καθώς και τον άμαχο πληθυσμό. Μέσα στη γερμανική κατοχή δημοσιεύει στη Νέα Εστία τα άρθρα του Το σημερινό ελληνοκεντρικό μας αίτημα και Ο Δωριέας Πρωθιεράρχης μας. Συνέτρεξε με όλα του τα μέσα την Αντίσταση, χωρίς όμως να υπάρχουν ντοκουμέντα (απλώς μαρτυρίες που χωρίς έλεγχο αναπαράγονται) πως ήταν σε κάποια ομάδα. Η δική του αντίσταση τον έβαζε στον μεγαλύτερο από τους κινδύνους.

1942

Τον Ιούλιο από τις εκδόσεις Άλφα Ι. Σκαζίκη εκδίδονται οι δύο του ομιλίες για τον Παλαμά. Τον Φεβρουάριο στο σπίτι του Πρεβελάκη συναντά τον Καζαντζάκη, με τον οποίον είχαν ψυχρανθεί πριν από χρόνια. Αναγνωρίζονται πάλι αδερφοί και τον Μάιο πηγαίνουν στην Αίγινα όπου βρίσκονταν οι Καζαντζάκηδες. Μένουν στο σπίτι του ζωγράφου Τάκη Καλμούχου. Στην Αίγινα έγραψε την τραγωδία Ο Δαίδαλος στην Κρήτη και το ποίημα Μέγιστον Μάθημα. Κυκλοφορούν κρυφά τα Ακριτικά, μια σειρά χειρόγραφα ποιήματα σπάνιας έμπνευσης, με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου.

1943

Εκδίδεται η ποιητική αυτοανθολογία του Σικελιανού Αντίδωρο. Το Κατορθωμένο Σώμα, τελευταίο ποίημα της Συνείδησης της Προσωπικής Δημιουργίας τυπώνεται εδώ για πρώτη φορά. Στην κηδεία του Μαλακάση ο Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα Μαλακάσης (27/1). Μετά από ένα μήνα, στην κηδεία του Παλαμά (28/2), απαγγέλλει το ποίημα Παλαμάς. Ήταν η πρώτη ενώπιος ενωπίω δημόσια πράξη αντίστασης. Τον Μάη μιλάει στο θέατρο Κυβέλη θέμα: Από τα τελευταία χρόνια του Παλαμά. Τον Ιούνιο εκλέγεται πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Τον Δεκέμβρη δημοσιεύει το ενωτικό ποίημα Το μήνυμά της, που δημιούργησε σάλο και όλοι φρόντισαν να το εκμεταλλευτούν.

1944

Εκδίδεται η μετάφραση των Ακριτικών στα γαλλικά, από τον Οctave Μerlier. Εκδίδονται επίσης τα Ακριτικά, πανομοιότυπα των χειρόγραφων του 1943, με πρόλογο των εκδοτών γραμμένο από το χέρι του Γ. Σεφέρη. Από τις εκδόσεις Άλφα του Ι. Σκαζίκη τυπώνεται δίγλωσση, ελληνικά-γαλλικά, η Μήτηρ Θεού μετάφραση και εισαγωγή του Robert Levesque. Στις 14/10 εκφωνεί από το ραδιόφωνο τον πρώτο πανηγυρικό της απελευθέρωσης. Εντυπωσιάζει όπως και η ομιλία του Προς μια αποφασιστική πνευματική στροφή στην πρώτη (5/11) μετακατοχική συνέλευση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

1945

Στα Ελεύθερα Γράμματα δημοσιεύεται το Πνευματικό Εμβατήριο (19/5). Δημοσιεύεται επίσης μια σειρά από άρθρα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον και αφορούν στο πνευματικό υπόβαθρο της πολιτικής συνείδησης και τοποθέτησης του Σικελιανού. Υποψήφιος για την Ακαδημία. Δεν εκλέγεται. Η εφ. Ελευθερία αποδίδει τη μη εκλογή του σε φανατισμό. Στα Δημοκρατικά Χρονικά δημοσιεύεται η είδηση ότι το Εθνικό Θέατρο θα ανεβάσει τη Σίβυλλα. Στις 11/11 παντρεύουν τον Νίκο και την Ελένη Καζαντζάκη στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση. Τον Δεκέμβρη υπογράφει διακήρυξη λογοτεχνών να δοθεί γενική αμνηστία, γεγονός που δημιούργησε τριγμούς σε ορισμένες του σχέσεις.

1946

Εκδίδεται η τραγωδία του Ο Χριστός στη Ρώμη πολυτελώς από τις εκδόσεις Άλφα και σε έκδοση κοινή από Τα Νέα Βιβλία. Το Εθνικό Θέατρο δεν ανεβάζει τελικά τη Σίβυλλα μη αντέχοντας τις πιέσεις αλλά και τις κριτικές όπως Το μαλιαρό δράμα κ.λπ. Στις 30/4 η ΕΕΛ υποβάλλει την υποψηφιότητά του για το βραβείο Νobel αλλά επανέρχεται με νέο έγγραφο (27/5) και υποβάλλει και αυτή του Καζαντζάκη. Πρακτική που δεν βοήθησε κανέναν απ τους δύο. Την προηγούμενη είχαν παρουσιάσει τον Ρaul Εluard στο θέατρο Αττικόν και στις 27/5 ο R. Levesque μιλάει για το έργο του Σικελιανού. Προλόγησε ο Εluard. Η υποψηφιότητα του Σικελιανού έχει σοβαρή υποστήριξη από ξένες προσωπικότητες, αλλά υπήρξε έντονη η ντόπια αντίδραση. Το Νobel πήρε ο Η. Ηesse. Μέσα σ αυτή τη χρονιά κυκλοφόρησαν οι δύο πρώτοι τόμοι του Λυρικού Βίου. Επίσης ανθολογία ποιημάτων σε γαλλική μετάφραση από τον R. Levesque και πρόλογο του Εluard, με τίτλο Sikelianos, Choix des pomes. Εκλέγεται πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

1947

Εκδίδεται και ο τρίτος τόμος του Λυρικού Βίου. Εκλέγεται πάλι πρόεδρος της ΕΕΛ μετά από επαναληπτικές αρχαιρεσίες (11/5). Στις 21/8 μιλάει στο συνέδριο του Μontreux της Ελβετίας όπου προτείνει την καθιέρωση της νεοελληνικής ως διεθνούς γλώσσας της Παγκόσμιας Ομοσπονδιακής Οργάνωσης. Η υγεία του επιδεινώνεται. Τον Δεκέμβρη έχει ήδη τυπωθεί από το τυπογραφείο του Μηνά Μυρτίδη Ο θάνατος του Διγενή με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου για τη σειρά του Γαλλικού Ινστιτούτου. Το βιβλίο εξαφανίστηκε για δυο χρόνια.

1948

Η υγεία του επιδεινώνεται συνεχώς. Μέσα Φεβρουαρίου μπαίνει στο νοσοκομείο Η Παμμακάριστος, γι αυτό και έχει παραιτηθεί από την προεδρία της ΕΕΛ.

1949

Στις 2/2 μιλάει στο Γαλλικό Ινστιτούτο με θέμα: Ιουδαισμός και Ελληνισμός. Η διάλεξή του στο Βρετανικό Συμβούλιο για την Τρικυμία του Σαίξπηρ (1/4) και αυτή για τον Γ. Βιζυηνό στο θέατρο Αλίκη υπήρξαν οι τελευταίες.

1950

Εκδίδονται από το Γαλλικό Ινστιτούτο οι δύο τόμοι της Θυμέλης. Ο πρώτος περιλαμβάνει τον Διθύραμβο του Ρόδου, τον Δαίδαλο στην Κρήτη και τη Σίβυλλα. Ο δεύτερος μόνον τον Θάνατο του Διγενή αλλά με νέο εξώφυλλο και με τίτλο Χριστός Λυόμενος. Ο Θάνατος του Διγενή. Τον Μάη εισάγεται πάλι στην Παμμακάριστο με εγκεφαλικό. Επιδείνωση της υγείας του.

1951

Η υποψηφιότητά του για το Νobel εξακολουθεί να υπάρχει. Ο Δ. Κόκκινος εισηγείται πάλι στην Ακαδημία την εκλογή του. Εκλέγεται ο Σ. Σκίπης. Προλογίζει τα Τραγούδια των Ελλήνων του Άγι Θέρου. Από κάποιο λάθος στην Κηφισιά, όπου έμενε, αντί για το φάρμακό του πήρε απολυμαντικό. Μεταφέρεται στην Παμμακάριστο. 19 Ιουνίου: Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός... πάει να τους συναντήσει. 20 Ιουνίου απόγευμα. Από τη Μητρόπολη στο Α' Νεκροταφείο. Το πλήθος ακολουθεί βουβό και αμήχανο.

-------------------------------------------------------------------------------

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ

Αλαφροΐσκιωτος. H Χρυσόφρυδη

Xρυσόφρυδη· σε κέρδισα 820

στορώντας παραμύθια,

ακοίμητος νυχτόημερα,

στη γλαυκομάτα αλήθεια·

που έστησε αυτί προσεχτικό,

στο μέτωπό μου εκάρφωσε

τα μάτια της ασάλευτα,

εκεί που φλέβες δύο

σμίγουν τη βρύση της φωτιάς

με της πηγής το κρύο·

που χαμογέλασε βαθιά 830

κ' είπε: "Ω καλέ, πώς χαίρονται

τα φρένα μου, η ψυχή σου

την κλήρα που ακολούθησε

- κ' είναι βαθιά δική σου -

του ασύγκριτου άντρα που ήτανε

σ' όλα βαρύς, μεγάλος,

στην πράξη ήταν πολύγνωμος,

στο μύθο ως κανείς άλλος!"

Tων αντρειωμένων όνειρο,

χρυσόφρυδη, σε κέρδισα, 840

κι άλλος δεν είναι βύθος,

σ' ένανε νουν ελεύτερο

που απάνω-απάνω θρέφεται

στην πλάση, όσον ο μύθος

γλυκός : το δέντρο το ηχηρό,

που ξεκρεμάει και βάνει

- ω πλάτανος χιλιόχρονος! -

το κρύο φλασκί του ο πιστικός,

ο αργάτης τη φλοκάτα του,

το θρέφει πάντα ο κεραυνός, 850

σειέται στο θρο του ο ουρανός,

και πάντα ρίζες πιάνει.

Xρυσόφρυδη· σε κέρδισα

με μάγια και πλανέματα

πολλά και παραμύθια.

Στο χάδι επαραδόθηκες

το αντρίκειο· σου εξεκούμπωσα

τη ζώνη, και τα στήθια

ακόμα σου ήταν άγουρα·

δεν πήδησεν η στάλα 860

- σημάδι υγειάς αλάθευτον -

που θα μας θρέψει έναν υγιό

με της αντρείας το γάλα.

Kαι πια δε σ' άγγιξα. Έμεινα,

κι ακούμπησα στα γόνατα

τ' ολόδροσο κεφάλι·

τα μάτια μου εδιαβαίνανε

της πλάσης το κρουστάλλι,

ή σιωπηλός εκοίταζα,

σε μια βαθιά αναγάλλια, 870

το χέρι σου ως ετίναζε

μ' ένα μεγάλο σάλεμα

τα θεοτικά, ω θαμπώματα !

μαλλιά σου ώς στ' αστραγάλια.

K' έβλεπα, πάντα σιωπηλός,

στην ακατάφλογη φωτιά

το θείο κορμί να ντύνεις,

που ακούς το τρίσβαθο όνειρο

να λαχταράει στα σπλάχνα σου,

κι από το κλάμα, της χαράς 880

που κλαις, διψάς και πίνεις !

Xρυσόφρυδη, χρυσόφρυδη,

ω κρύα κερύθρα αμαύλιστη,

σε μιας κορφής κλεισμένη

την αγερόχρωμη σπηλιά,

από θυμάρι, από λυγιά

και δρόσο μαζεμένη !

Tην κρύα κορφήν ανέβηκα,

με μπόρες και με χιόνι,

με καλοσύνες τρίσβαθες, 890

τόσο αλαφρός και διάφωτος

πόλεα τα κρύα μου τα νεφρά

πως ο ουρανός τα ζώνει.

Kι όλα τα φίδια εγήτεψα

που η άνοιξη με πότισε,

και τα πουλιά της πλάσης.

Ω πλάση, κι από ποιο πουλί

μπορείς να με γελάσεις,

που της φωνής τους μάζωξα

σ' ένα γυαλί τη στάλα 900

σα δάκρυο της κληματαριάς,

σαν πεύκου ή κέδρου δάκρυσμα,

κι ανέβηκα όλη του βουνού,

ζητώντας σας, τη σκάλα !

Tης στεφανούδας τον ψιλόν αχό,

το ανάριο λάλημα,

τη γαληνή ανυφάντρα,

όλα, απ' τ' αηδόνια τ' άκουσα

ώς τη γοργή γαλιάντρα,

ώς τ' άγριο τ' αχνοπράσινου 910

του ατσάραντου μεθύσι,

που το λαρύγγι, απ' το βαθύ

κι ακράτητον ανάβρυσμα,

λογιάζεις πως θα σκίσει !

Όλη τη σκάλα των πουλιών,

οπού περνάει σα σύννεφο,

σαν πέπλος αριαπλώνεται,

μαζώνεται και χύνεται

σαγίτες στον αέρα·

όλη την ανεμόσκαλα. 920

Ίσαμ' εσέ, ω κορφόσκαλο,

ίσαμ' εσέ, ω φλογέρα !

Για ν' ανεβώ την κρύα κορφή

- ω κρύα του πόθου ρείθρα ! -

για σένανε, ω αμαύλιστη

του βράχου κρύα κερήθρα,

που σπας τα δόντια σα γυαλί

απ' την πολλή την κρυάδα

- μα τα δικά μου αστράψανε

σε υπέρλευκο χαμόγελο, 930

κ' έλαμψεν, ως σε γεύτηκε,

διπλά η λευκή λαμπράδα.

Σαν το χαλίκι οπού μακριά

από το πέλαο σβήνει,

μα, μέσα, λάμπει, δείχνεται,

την αστραψιά του χύνει...

Mεγαλομάτα· έναν υγιό

να δώσω σου ονειρεύομαι,

κι ο πόθος που με ζώνει

μου σφίγγει γύρα τα νεφρά 940

σαν πάγος και σα χιόνι.

Xρυσόφρυδη· άσε στ' όνειρο

το νου μου να βυθίσω,

στα γόνατά σου γέρνοντας·

άσε το μήλο του Mαγιού

στον ήλιο να γυρίσω,

σαν παπαρούνα κόκκινο

να γένει, και ν' αρχίσει

μέσα του η σάρκα ανάλαφρα

να δέσει και ν' αφρίσει ! 950

να δέσει από τα στήθια σου

σα στο σταφύλι η ρώγα,

κι ωστόσο, βασιλόθωρη,

από το ρόδι που άνοιξα

το μέγα, τα ρουμπίνια του

να δείξει, ασταχολόγα !

Kαι χαμογέλα! Tο κορμί

στον πόθο ας γένει διάφωτο,

σαν τα σπειριά του μέσα

και το αίμα ας λάμπει καθαρό 960

σαν του ροδιού, τη σάρκα σου

σαν το κρουστάλλι διάφωτη

να φέγγει σου η ανέσα.

Nα σμίγει όπως στον ξάστερο

γιαλό το αγέρι μέσα σου,

που τρίσβαθα ανασαίνει.

Kάτου κοιτάς, κι απ' το βυθό,

καθώς κοιτάς, η ανάσα σου

στο νου βαθιά ανεβαίνει...

Kαι πήρα στης χρυσόφρυδης 970

τα γόνατα το αλάφρωμα

του ονείρου· κ' ήταν ξάστερο

το κρύο γλαυκό από πάνω μου,

ήτανε γύρα μου ο γιαλός

κι ο ουρανός και τα βουνά,

και μέσα μου· κι αρχίνησε

βαθιά η καρδιά ν' αλλάξει,

που άκουσα ξάφνου τη βροντή

τη γνώριμη που εκύλησε,

κ' είπεν: "Ω αλαφροΐσκιωτε, 980

σηκώσου· εσύ το σάρκωσες

το τάμα - και καρδιά και νους -

κ' εσύ το 'χεις αδράξει.

Ποιος αντρειωμένος θα στηθεί

και θα το δέσει ολόφωτο

σε Λόγο και σε Πράξη;"

Kαι ξύπνησα. Mου φάνηκεν

όλος σαν πνέμα ο ουρανός,

κι απάντησα : "Tη γέννα μου,

στα κρύα βουνά την κήρυξες 990

και στη μεγάλη πλάση.

Aν είμ' ο αλαφροΐσκιωτος,

και μέσα μου η αστροφεγγιά

της γης έχει γελάσει,

κράξε· αλαφριά, ω πανάρχαιον

αιώνιον πνέμα, μέσα μου

ακόμα είν' η ορμή μου·

με τη ζωή αν με μάγεψες

και με καλείς ψηλότερα,

εδώ είναι το κορμί μου ! 1000

Eμέ, αγριοπερίστερον

είν' η αθωότη μου· κι ο αϊτός

την ξέρει και τη χαίρεται.

K' έχω αγναντέψει πάλι,

ν' αράξω τις φτερούγες μου,

να γαληνέψω, μια βαθιάν

ολόφωτην αβάλη.

Θέλω από κει - και τα νεφρά

σφιχτότερα θα ζώσω -

στα πέλαγα, ως την ησυχία 1010

κι όλη τη γλύκα αντρώσω,

να δοκιμάσω το παλιό,

που μόφεραν οι χρόνοι

και που σκεπάζει το η καπνιά,

τόξο, που ελάλει του η χορδή

απ' τ' άγγιγμα του ασύγκριτου,

σα να 'ταν χελιδόνι !

Θέλω να δράμει η θεία βροντή,

μηνύτρα ως από σύγνεφο,

στα κορφοβούνια απόξω, 1020

και να χτυπήσω, αλάθευτος,

κατάκαρδα τον Άνθρωπο

με το δυσκολολύγιστο,

βαρύ του στίχου τόξο!

Θέλω ν' αφήσω τη βαθιά

κι ανάλαφρη λαχτάρα

κλήρα σ' ασύγκριτον υγιό,

ή να του ρίξω ως κεραυνό

στη σάρκα μια κατάρα,

και να του πω: "Σφίξε καλά 1030

τη ζώνη, αλαφροπάτητος

να γένεις, και τριγύρα σου όλ' η φύση,

στη βούλησή σου ολόφωτη,

θε νά 'ρτει, άκρατη λεβεντιά

τη σάρκα να σου ντύσει·

και το κορμί στο λογισμό

θ' αδρώσει, για να ζήσει

σα θα ριχτεί στο πάλεμα,

στο αντρίκειο χαροπάλεμα,

τις τραχιές γνώμες μ'αλαφρή

καρδιά για να ζυγίσει.

Kι ως στήσεις παντοδύναμα

στη γη ιερή τα χέρια,

στη νίκη και στο λύτρωμα,

θα σου χαλκέψω εγώ φτερά

κι από τον ήλιο ασύντριφτα,

για ν' ανεβείς, κι αγνάντια του

να υψώσεις την αδάμαστη

καρδιά μου μες στ' αστέρια !"

Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος,

του γυρισμού, στη μεγάλη

της αμμουδιάς απλωσιά.

Στην καρδιά μου

τα βλέφαρα μου κλεισμένα.

Βοή του πελάου πλημμυρίζει

τις φλέβες μου.

Απάνω μου τρίζει

σα μυλολίθαρο ο ήλιος.

Γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας.

Αγκομαχάει το άφαντο αξόνι.

Δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα.

Γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου

και απλώνεται η θάλασσα πάσα.

Τα Ρεκόρ της Λευκάδας

Details
dionysis logo
Αφιέρωματα
01 February 2012
Hits: 12041
 


record

Παρά την κρίση (οχι μόνο οικονομική) αξιών, θεσμών και ιδεών, παρά την πνευματικοπολιτιστική ξηρασία, η Λευκάδα (ο μικρότερος νομός της χώρας) “προσφέρει” σήμερα εντυπωσιακά ρεκόρ που την κάνουν ξεχωριστή (και εμάς, τους Λευκαδίτες, υπερήφανους). Η Λευκάδα λοιπόν διαθέτει:

- 110 εν ζωή καθηγητές Πανεπιστημίων σε όλο το κόσμο (τους οποίους μετά απο πολυετή έρευνα έχω καταγράψει το 2009 αλλα λόγω αλλαγών (θάνατοι) και νέων καθηγητών ετοιμάζω νεο κατάλογο).

- 67 επαγγελματίες δημοσιογράφους καθως και εκατοντάδες επιστήμονες, λογοτέχνες και καλλιτέχνες. Και όχι μόνο:

-Απο τους μεγάλους εθνικούς ποιητές της χώρας (Σολωμός, Α. Βαλαωρίτης, Κ. Παλαμάς, και Α. Σικελιανός) οι δυο (Βαλαωριτης-Σικελιανος) είναι απο τη Λευκάδα.

-Τόσο η Χαραμογλειος Λευκαδιακή Βιβλιοθήκη όσο και η συλλογή σπανίων δίσκων - φωνογράφων του Τάκη Κατωπόδη (Ντελημάρη) ειναι μοναδικές τουλάχιστον στον Ευρωπαϊκό χώρο.

-Η Λευκάδα διαθέτει μια απο τις 3 καλύτερες αμμουδιές στη Μεσόγειο και ίσως στο κόσμο, το Πόρτο Κατσίκι. Μια παραλία-ονειρο που ειχα την τυχη να ειμαι ο πρώτος το 1976 (σσ μαθητής γυμνασίου) να δημοσιεύσω σχετικό ρεπορτάζ και φωτογραφίες, με τιτλο ''Ε! εσείς εκεί κάτω' '(σσ δεν υπήρχε δρόμος αλλα μονοπατι). Και μάλιστα θυμάμαι οτι με θεωρούσαν τρελό και 'ψώνιο' οταν εγραψα για την μοναδική της ομορφιά. Kαι η Λευκάδα μας δεν έχει μόνο το Πόρτο Κατσίκι. Διαθέτει κάποιες από τις καλύτερες παραλιες της Μεσογείου σύμφωνα με δημοψήφισματα στο διαδικτυο (Πόρτο Κατσίκι, Εγκρεμνοί, Κάθισμα, Αγιοφίλι).

-Διαθέτει δυο απο τις δέκα καλύτερες στο κόσμο περιοχές για σέρφινγκ: τον κόλπο της Βασιλικής και την περιοχή του Αη Γιάννη.

-Είναι νομός που αποτελείται απο 24 συνολικά νησάκια (μεταξυ αυτών το Σκορπιός του Ωνάση, το Σκορπίδι του Λιβανού, τη Μαδουρή του Α. Βαλαωρίτη κ.ά.)

-Διαθέτει το μεγαλύτερο ενάλιο σπήλαιο στον κόσμο, τη σπηλιά Παπανικολή στο Μεγανήσι. Και ας μην ξεχνάμε οτι η μικρή Λευκάδα απέδειξε στη δύσκολη δεκαετία του 1950, μέσα στις στάχτες του εμφυλίου, οτι η δύναμη της ψυχής και προπαντός η συλλογικότητα μπορούν να κάνουν θαύματα. Αξιζει να αναφερθεί η πρωτοπορία της Λευκάδας όχι μόνο στις γιορτές Λογου και Τέχνης (όπου βρήκαν στη συνέχεια πολλούς μιμητές) αλλά και στην ίδρυση και λειτουργία καλλιτεχνικών και αθλητικών συλλόγων καθώς και άλλων συλλογικών δραστηριοτήτων. Να θυμηθούμε ότι το 1850 ιδρύθηκε η “Φιλαρμονική”, το 1875 η Λευκάδα είχε ένα από τα 16 σε όλη την Ελλάδα θέατρα, το 1937 ιδρύεται ο πρωτοπόρος “Ορφέας” και το 1927 ο “Τηλυκράτης (ο οποίος φέτος πέτυχε την ιστορική του άνοδο και αγωνίζεται στην Γ΄εθνική κατηγορία).

ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ: Ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας

Details
dionysis logo
Αφιέρωματα
22 January 2012
Hits: 14054

Lefkadios HERNΉταν στην δεκαετία του 1980 όταν ενθουσιασμένος ελεγα σε φίλους και γνωστούς για τoν Λευκάδιο Χέρν. Όλοι με άκουγαν δύσπιστα και με απορία μήπως τους κάνω... πλάκα. Λευκαδίτης στην Ιαπωνία και μάλιστα εθνικος ποιητής? Τα χρόνια πέρασαν, ολοι ανακάλυψαν τον Λευκάδιο Χέρν, εκδηλώσεις, ντοκυμαντέρ, βιβλία, αφιερώματα. 


Στην πόλη Yaizu (Shizuoka) εγκαινιάστηκε μουσείο προς τιμήν του Λευκάδιου Χερν στις 27 Ιουνίου 2007, ημέρα των γενεθλίων του συγγραφέα. Η 

Λευκάδα αδελφοποιήθηκε με την Σιντζούκου ( μία από τις 23 διοικητικές περιφέρειες του Τόκυο) οπου οι Ιάπωνες λατρεύουν τον Λευκάδιο Χερν. Και τότε ήταν που πρότεινα- με επιστολές και άρθρα μου στον τοπικό τύπο- οτι η Λευκάδα πρέπει να εκμεταλλευτεί αυτή τη σχέση στον τουριστικό τομέα, δεδομένου οτι στη πόλη της Λευκάδας υπάρχει το σπίτι οπου γεννήθηκε ο ποιητής, εχει δοθεί το όνομα του σε δρόμο ενω υπάρχει και αγαλμα στο πάρκο των ποιητών. Φυσικά δεν έγινε καμία κίνηση Λευκάδιος Χερν-Γιακούμο Κοϊζούμι, λοιπον. Ο Έλληνας από την Λευκάδα που ταξίδεψε μακριά και έγινε ένας εκ των εθνικών ποιητών της Ιαπωνίας. «Βλέπω τα παλιωμένα σκαριά που φτάνουν από τα απόμακρα τροπικά λιμάνια κι ανεβαίνω μυστικά στις κουπαστές τους. Όταν ξεδιπλώνουν τις κατάλευκες φτερούγες τους για να πετάξουν μακριά από δώ, στο Νότο, η ψυχή μου -αυτή η ψυχή που έχω- τα ακολουθεί με τη σκέψη της. Κάποια μέρα θα κρυφτώ στον ίσκιο ενός πανιού, στην κουλούρα ενός σχοινιού και θα σαλπάρω για πάντα μαζί τους». Αυτές οι γραμμές είναι από το χέρι ενός εκ των εθνικών ποιητών της Ιαπωνίας, του Λευκάδιου Χερν στον οποίο είναι αφιερωμένο το σύντομο αυτό σημείωμα. 

Ο Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1850 στην Λευκάδα. Ήταν ο δευτερότοκος γιός του ιρλανδού στρατιωτικού χειρουργού του Βρετανικού Σώματος Επτανήσων, Κάρολου Χερν και της Ρόζας Κασιμάτη από τα Κύθηρα. Πριν από την γέννηση του Λευκάδιου, ο πατέρας του πήρε μετάθεση για τις Δυτικές Ινδίες, ενώ δύο χρόνια αργότερα η Ρόζα και ο μικρός της γιός έφυγαν για το Δουβλίνο, προκειμένου να μείνουν με την οικογένεια του πατέρα του. Όμως η οικογένεια του Κάρολου Χερν δεν δέχθηκε καλά,-παρά τις φαινομενικές αβρότητες,- την Ρόζα και τον Λευκάδιο, εκτός από μια θεία του Κάρολου την Σάρα Μπρενάν, στο σπίτι της οποίας έμειναν λίγο καιρό μετά την άφιξή τους στο Δουβλίνο. Ο Κάρολος Χερν επέστρεψε από τις Δυτικές Ινδίες, όμως ο έρωτάς του για την γυναίκα του είχε αρχίσει να σβήνει, ενώ η Ρόζα άρχισε να υποφέρει από νευρικές κρίσεις. Ο Κάρολος Χερν έστειλε την γυναίκα του πίσω στην Λευκάδα, έγκυο στο τρίτο τους παιδί, το πρώτο είχε πεθάνει πριν την γέννηση του Λευκάδιου, και εκμεταλλευόμενος ορισμένες γραφειοκρατικές ατέλειες των εγγράφων του γάμου του, πέτυχε να τον κηρύξουν οι αρχές ως ουδέποτε τελεσθέντα. 

Ο Κάρολος Χερν πήρε πίσω τα παιδιά του, χωρίζοντάς τα από την μητέρα τους, η οποία εν των μεταξύ ξαναπαντρεύτηκε και έκανε άλλα τέσσερα παιδιά. Πέθανε στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, χωρίς ποτέ να πάει ξανά στην Ιρλανδία να δει τα παιδιά της. Σε ηλικία πέντε ετών, λοιπόν, ο Λευκάδιος Χερν βρέθηκε οριστικά μόνος στην Ιρλανδία με την θεία του πατέρα του να αναλαμβάνει την διαπαίδαγωγησή του και έχοντας στο νού της να τον κάνει κατ' αρχήν ένα καλό καθολικό και αργότερα κληρονόμο της περιουσίας της. Ήταν η πρώτη μεγάλη τραγωδία της ζωής του. Μεγαλώνοντας σε ένα καταθλιπτικό περιβάλλον ο μικρός Λευκάδιος, που κανείς δεν αποκαλούσε με το όνομά του, αλλά όλοι τον φώναζαν "Το Παιδί" θα αναπτύξει ένα υπερβολικό φόβο για τα φαντάσματα και τα στοιχειά. Η θεία του αποφάσισε να καταπολεμήσει αυτούς τους φόβους, κλειδώνοντάς τον τις νύχτες στο κατασκότεινο δωμάτιό του. Οι φόβοι του παιδιού μεγάλωναν όταν πήγαιναν στην εκκλησία. Μόνη ανάπαυλα σε αυτή την καταθλιπτική ζωή ήταν οι διακοπές στη Νότια Ιρλανδία, όπου έμαθε να κολυμπάει, αγάπησε την θάλασσα και άκουσε παλιές ιστορίες και θρύλους από τους ψαράδες της περιοχής. Όταν ο Λευκάδιος έφθασε σε σχολική ηλικία, η θεία του προσέλαβε κάποιον για να του διδάξει τα καθολικά δόγματα, και στοιχεία γραφής, ανάγνωσης και αριθμητικής. Έμαθε πολύ γρήγορα να διαβάζει και να γράφει καλά και η μεγάλη βιβλιοθήκη του σπιτιού -που δεν το ένιωσε ποτέ δικό του -έγινε το καταφύγιο του. Εκεί, στην βιβλιοθήκη, μια μέρα έπεσε πάνω σε ένα περίεργο βιβλίο γεμάτο χαρούμενους ημίγυμνους θεούς και θεές, ημίθεους και ήρωες. 'Ήταν ένα βιβλίο για την αρχαία ελληνική μυθολογία. Αυτές οι φιγούρες που τις αποκαλούσαν διαβολικές, γεννούσαν μέσα στην ψυχή του εννιάχρονου παιδιού ευχαρίστηση. "Εισήλθα τότε στη δική μου Αναγέννηση" είπε χρόνια αργότερα ο ίδιος. Τα βάσανά του ωστόσο δεν είχαν τελειωμό, καθώς μια μέρα το βιβλίο εξαφανίστηκε από την βιβλιοθήκη και όταν το ανακάλυψε ξανά, όλες οι εικόνες έλειπαν, ή είχαν κοπεί με ψαλίδι τα "ανήθικα" μέρη τους. Ήταν όμως αργά, το παιδί είχε ξεφύγει από τον καταθλιπτικό κόσμο της κυρίας Μπρέναν, πράγμα που αντελήφθη και η ίδια. Η γηραιά κυρία ανέθεσε την διαχείριση της περιουσίας της σε ένα μακρινό συγγενή του άνδρα της, τον Χένρυ Χερν Μολυνέ ο οποίος μεταξύ άλλων την συμβούλευσε να στείλει τον Λευκάδιο στο γαλλικό Κολλέγιο του Υβενό κοντά στην Ρουέν. 

Σε αυτήν τη μικρή ιερατική σχολή, ο Λευκάδιος ένιωσε ακόμα περισσότερο ξεριζωμένος και απομονωμένος, όμως έμαθε καλά γαλλικά και αυτό του επέτρεψε να έλθει σε επαφή με την γαλλική λογοτεχνία που υπήρξε και η πύλη από όπου εισήλθε στον κόσμο της συγγραφής. Τον Σεπτέμβριο του 1863, μετά από ένα χρόνο παραμονής στην Γαλλία, και πάλι ο Μολυνέ πρότεινε να σταλεί ο Λευκάδιος εσωτερικός στο Κολλέγιο Σαϊντ Κούθμπερτ στην πόλη Ουσί της Αγγλίας, ένα αυστηρό καθολικό κολλέγιο τριακοσίων μαθητών. Ως μαθητής διατύπωνε τολμηρές ερωτήσεις που έφερναν σε αμηχανία τους καθηγητές του, ενώ παράλληλα ήταν ο καλύτερος στην έκθεση και τη γλώσσα. Ταυτόχρονα για πρώτη φορά στην ζωή του άρχισε να αποκτά αυτοπεποίθηση και να γίνεται κοινωνικός. Όλα αυτά θα τελειώσουν, όταν στα δεκάξι του στη διάρκεια ενός παιχνιδιού έσπασε το σχοινί και τον τραυμάτισε σοβαρά στο μάτι που το έχασε οριστικά. Ήταν η δεύτερη μεγάλη τραγωδία της ζωής του. Ένα χρόνο αργότερα ο Μολυνέ χρεωκόπησε και η θεία του έχασε όλη την περιουσία της. Το 1868 ο Λευκάδιος που αδυνατούσε να πληρώσει τα δίδακτρα του σχολείου βρέθηκε στο Λονδίνο στο σπίτι μιας παλιάς υπηρέτριας της θείας του που δέχθηκε να του προσφέρει προσωρινά στέγη. Άνεργος και απένταρος γύριζε στην μεγάλη πόλη και περνούσε αρκετές ώρες στο Βρετανικό Μουσείο και ιδιαίτερα στην αίθουσα με τα ιαπωνικά αγάλματα του Βούδα. Μια μέρα ο Μολυνέ που κάπως είχε ορθοποδήσει οικονομικά, τον κάλεσε στο γραφείο του. Του έδωσε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Νέα Υόρκη και λίγα χρήματα για το ταξίδι, τα τελευταία χρήματα που έπαιρνε από την θεία του, όπως του είπε, προσθέτοντας ότι από εδώ και πέρα ο ίδιος ο Λευκάδιος θα ήταν υπεύθυνος για την ζωή του. Ήταν οι Ιρλανδοί εργάτες των αποθηκών του λιμανιού της Νέας Υόρκης που βοήθησαν τον Λευκάδιο Χερν να επιβιώσει όταν βρέθηκε μόνος και απένταρος στα πεζοδρόμια της μεγαλούπολης. 

Συχνά κοιμόταν στον δρόμο, εργάστηκε ως σερβιτόρος, υπηρέτης, τυπογράφος και διορθωτής. Πάλεψε με το κρύο, την πείνα και τη μοναξιά και θα μπορούσε να είχε χαθεί οριστικά αν δεν βρισκόταν στον δρόμο του, στο Σινσινάτι, ένας Άγγλος τυπογράφος, ο Χένρυ Γουώτκιν. Η προβληματική όραση του Λευκάδιου δεν του επέτρεπε να εργαστεί στο τυπογραφείο, όμως στου Γουώτκιν βρήκε στέγη και κυρίως μια ζεστή συντροφιά, καθώς ολόκληρα βράδια συζητούσαν για βιβλία και ιδέες. Ο Γουώτκιν τον έφερε σε επαφή με την γερμανική λογοτεχνία και φιλοσοφία, και ο Λευκάδιος διάβαζε και μετέφραζε κείμενα των ουτοπιστών σοσιαλιστών Φουριέ και Σαιν Σιμον που λάτρευε ο τυπογράφος. Τον καιρό εκείνο, επίσης, ο Λευκάδιος Χερν άρχισε να εργάζεται ως άνθρωπος για όλες τις δουλειές σε μια μικρή εμπορική εφημερίδα, την οποία εγκατέλειψε το 1872 για να εργαστεί ως διορθωτής σε μια εκδοτική εταιρεία. Στη συνέχεια σε μια κίνηση απελπισίας κατάφερε να πείσει τον εκδότη της μεγαλύτερης εφημερίδας του Σινσινάτι να τον προσλάβει δοκιμαστικά. Καλύπτοντας το αστυνομικό δελτίο προκάλεσε μεγάλη εντύπωση η ευρυμάθειά του, ο πρωτότυπος τρόπος που κάλυπτε τα θέματα και η καλλιεργημένη γραφή του. Η τοπική κοινωνία άρχισε να τον αποδέχεται, μέχρις ότου παντρεύτηκε μια νεαρή μιγάδα. Ο γάμος του στάθηκε και η αιτία της απόλυσής του. Αηδιασμένος εγκατέλειψε το Σινσινάτι, για την Νέα Ορλεάνη, τον Νοέμβριο του 1877. 
Ο πρώτος καιρός στη Νέα Ορλεάνη δεν ήταν καθόλου εύκολος για τον Λευκάδιο Χερν και ο πειρασμός της αυτοκτονίας πέρασε για μερικές φορές από το μυαλό του. Στις 15 Ιουνίου 1878 έπιασε δουλειά σε μια νέα εφημερίδα, μεταφράζοντας γαλλικά λογοτεχνικά κομμάτια συγγραφέων που αγαπούσε, ενώ ταυτόχρονα φούντωνε μέσα του η επιθυμία να ταξιδέψει. Εν τω μεταξύ καθιερώνεται ως δημοσιογράφος στην Νέα Ορλεάνη, όμως ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του αιχμάλωτο της επιβίωσης. Τον Δεκέμβριο του 1884 στην Παγκόσμια Βιομηχανική Έκθεση στη Νέα Ορλεάνη την προσοχή του τράβηξαν ιδιαίτερα τα ασιατικά περίπτερα και στο ιαπωνικό περίπτερο μελέτησε με ιδιαίτερη προσοχή τα εκθέματα με την βοήθεια του ειδικού απεσταλμένου της Ιαπωνίας, Ιτζίζο Χατόρι. Θα ακολουθήσει η επιστροφή του στη Νέα Υόρκη, και κατόπιν θα φύγει για τις Γαλλικές Αντίλλες, όπου θα ζήσει για δύο χρόνια στην Μαρτινίκα. Εδώ θα ολοκληρωθεί μια ιδεολογική στροφή μέσα του: Ο Λευκάδιος Χερν θα απορρίψει τον δυτικό πολιτισμό. Το ζεστό και υγρό κλίμα της Μαρτινίκας τον εμπόδιζε να γράψει, αν και εκεί έγραψε το καλύτερο βιβλίο του -"Δυό χρόνια στις Γαλλικές Αντίλλες"- πριν πάει στην Ιαπωνία, όμως δεν ήθελε να επιστρέψει στην Νέα Υόρκη. Το βιβλίο του Πέρσιβαλ Λόουελ "Η Ψυχή της Άπω Ανατολής" του ξύπνησε το παλιό του ενδιαφέρον για την Ιαπωνία, και η πρόταση του περιοδικού Harper για μια παρουσίαση της ζωής της μακρινής εκείνης χώρας ήλθε την κατάλληλη στιγμή. Τον Μάρτιο του 1900 ο Λευκάδιος Χερν έφυγε από το Βανκούβερ με το πλοίο "Αβησσυνία" για την Γιοκοχάμα. Χρόνια αργότερα, ως πολίτης της Ιαπωνίας, ο Λευκάδιος Χερν αποτύπωσε σε ένα από τα καλύτερα κείμενά του την πρώτη εντύπωση που έκανε στους επιβάτες του πλοίου "Αβησσυνία" η θέα του ηφαιστείου Φουτζιγιάμα. 

"Κοίταζαν λοιπόν ψηλά, ψηλά ως τη καρδιά του ουρανού, κι αντίκρυσαν την επιβλητική κορυφή να ροδίζει σαν θαυμαστό στοιχειωμένο μπουμπούκι λωτού στο ξεχύλισμα της επερχόμενης μέρας. Εμειναν άφωνοι. Ξαφνικά το αιώνιο χιόνι έλαμψε σαν χρυσάφι, ύστερα άσπρισε όταν ο ήλιος έριξε τις πρώτες αχτίδες του πάνω από την καμπύλη του κόσμου, πάνω από τις σκιερές οροσειρές, πάνω από τα ίδια τα αστέρια, έτσι έμοιαζε. Η βάση του γίγαντα όμως παρέμενε αθέατη. Η νύχτα έφυγε εντελώς, ένα μαλακό γαλάζιο φως πλημμύρισε το θολωτό ουρανό, τα χρώματα ξεπετάχτηκαν από τον ύπνο. Μπροστά στα μάτια των θεατών φάνηκε ο φωτεινός κόλπος της Γιοκοχάμα με την ιερή κορυφή κι αόρατη πάντα την βάση της, να κρέμεται πάνω από τον κόσμο σαν χιονισμένο φάντασμα στην απέραντη αψίδα της ημέρας". 
Ο Λευκάδιος Χερν έφθασε στην Ιαπωνία και αποφάσισε να μείνει εκεί σε μια περίοδο, όπου υπό την απειλή των κανονιοφόρων των ΗΠΑ, ο αυτοκράτορας Κούτσου Χίτο είχε αρχίσει από το 1871 μια πολιτική μεταρρυθμίσεων που διέλυαν τα φεουδαρχικά υπολείμματα της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου και την μετέτρεπαν σε ισχυρή βιομηχανική χώρα με εργοστάσια, σιδηροδρόμους, τραπεζικό σύστημα, και επικοινωνίες. Εκατοντάδες νέοι στάλθηκαν στο εξωτερικό για σπουδές και στα σχολεία έγινε υποχρεωτική η εκμάθηση ξένων γλωσσών και κυρίως της αγγλικής. Το 1877 ξέσπασε η αντίδραση της παλιάς Ιαπωνίας, μια αντίδραση που επιτάχυνε την οριστική συντριβή της. Δυόμιση χιλιάδες Σαμουράι έκαναν χαρακίρι για την ήττα και όσοι επέζησαν γνώρισαν την απόλυτη φτώχεια και την εξαθλίωση. 

Ο Λευκάδιος Χερν βρήκε εργασία ως καθηγητής αγγλικών στη πόλη Ματσούε στην βορειοδυτική Ιαπωνία, ενώ ήταν από τους ελάχιστους, αν όχι ο μόνος, δυτικός που δεν αντιμετώπιζε την Ιαπωνία ως καθυστερημένη χώρα αλλά από την αρχή προσέγγισε τον ιαπωνικό πολιτισμό με μεγάλη αγάπη και σεβασμό. Ως δάσκαλος ήταν εξαιρετικός και ιδιαίτερα στοργικός με τους μαθητές του, καθώς κατανοούσε πόσο δύσκολο ήταν γι' αυτούς να μάθουν μια γλώσσα που αποτελούσε το εκφραστικό εργαλείο ενός πολιτισμού ολότελα διαφορετικού από τον δικό τους. Ταυτόχρονα τους εμφυσούσε την περηφάνεια για τις παραδόσεις τους. Οι μαθητές του τον λάτρευαν και ήταν αυτοί που πρωτοστάτησαν στην μεταθανάτια διάδοση του έργου του. Βορειοδυτική Ιαπωνία σημαίνει σάρωμα από τους ανέμους της Σιβηρίας και ο Λευκάδιος Χερν με δυσκολία υπέμενε το κρύο στο παγωμένο ξύλινο σπιτάκι του. Ο Ιάπωνας συνάδελφός του και φίλος του σε όλη του τη ζωή Νισίντα του πρότεινε να παντρευτεί μια γυναίκα της περιοχής και του πρότεινε την Σετζούκο Κοϊζούμι, κόρη οικογένειας σαμουράι που είχαν ξεπέσει λόγων των μεταρρυθμίσεων. 

Σύμφωνα με την ιαπωνική παράδοση, με το γάμο ο σύζυγος αναλάμβανε να θρέψει και όλη την οικογένεια της συζύγου του και το πιστό οικογενειακό προσωπικό. Αυτό, για τον θαυμαστή της παλιάς Ιαπωνίας, Λευκάδιο Χερν, στάθηκε ιδιαίτερα θελκτικό στοιχείο. Παντρεύτηκε την Σετζούκο και της απαγόρευσε να μάθει έστω και μια λέξη αγγλικά. Τα σοβαρά προβλήματα υγείας που του προκάλεσε ο δεύτερος χειμώνας στη Ματσούε, υποχρέωσαν τον Λευκάδιο Χερν να ζητήσει μετάθεση για την πόλη Κουμαμότο, μια ολοκαίνουργια στην ουσία πόλη, με κτίρια δυτικού τύπου και χωρίς τους ναούς και τους κήπους που τόσο αγαπούσε στην Ματσούε ο Χερν. Εκεί στο Κουμαμότο ο Χερν αναθεώρησε εν μέρει τις απόψεις του, όμως ήταν βαθιά σκεπτικός για τις συνέπειες αυτού του βίαιου εκσυγχρονισμού στην ψυχή της Ιαπωνίας και αυτό αποτυπώθηκε στο πρώτο του βιβλίο "Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία". Οι μοντερνιστικοί κύκλοι της Ιαπωνίας τον κατηγόρησαν ότι γράφει πράγματα που δεν ενδιαφέρουν τους νέους Ιάπωνες. 
Το καλοκαίρι του 1893 η γυναίκα του Λευκάδιου Χερν, Σετζούκο, είναι έγκυος και ο ίδιος πολύ ανήσυχος, λόγω της ασθενικής του κράσης και του αβέβαιου μέλλοντος. Οι πολεμικές επιχειρήσεις της Ιαπωνίας εναντίον της Κίνας είχαν τροφοδοτήσει ένα κλίμα σοβινισμού που στρεφόταν κατά της παρουσίας των ξένων στην Ιαπωνία. 

Η δουλειά του ως εκπαιδευτικού κινδύνευε και έτσι ο Λευκάδιος Χερν παρότι είχε αποφασίσει να μην το κάνει ποτέ ξανά, έπιασε δουλειά ως συντάκτης μιας αγγλόφωνης εφημερίδας στο Κόμπε όπου εγκαταστάθηκε τον Οκτώβριο του 1894. Εκεί τελείωσε το δεύτερο βιβλίο του "Πέρα από την Ανατολή", όπου ασχολείται με την βουδιστική πίστη στην Ιαπωνία, και ένα χρόνο αργότερα το τρίτο του βιβλίο με τον τίτλο "Κοκόρο" -Καρδιά-, όπου το υλικό του προέρχεται από τις ιστορίες της μεσαιωνικής Ιαπωνίας. Ταυτόχρονα ζητά την ιαπωνική υπηκοότητα και σύμφωνα με την πρακτική υιοθετήθηκε πρώτα από την οικογένεια της γυναίκας του και έγινε Κοϊζούμι (Μικρή Πηγή) και μετά η οικογένεια διάλεξε και το μικρό του όνομα: Γιακούμο Οχτώ Σύννεφα. Τον Δεκέμβριο του 1896 το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο του προσέφερε την έδρα του καθηγητή της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Την περίοδο του Τόκιο έγραψε και τα υπόλοιπα βιβλία του για την Ιαπωνία, τα οποία γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Δύση, καθώς μετά την νίκη των ιαπωνικών στρατευμάτων κατά της Ρωσίας, η "Δύση" ένιωσε την ανάγκη να κατανοηθούν οι πηγές της ισχύος της Ιαπωνίας.

Τον Μάρτιο του 1903 ύστερα από σύγκρουσή του με τις διοικητικές αρχές του Πανεπιστημίου, ο Λευκάδιος Χερν υπέβαλε την παραίτησή του, μια απόφαση που είχε ολέθριες συνέπειες για την υγεία του. "Έφυγε" στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 από οξύ πνευμονικό οίδημα. Αναπαύθηκε στο παλαιό κοιμητήριο του Κοκουμπέρα. Το 1933 με πρωτοβουλία του ελληνοϊαπωνικού συνδέσμου τοποθετήθηκε αναμνηστική πλάκα στο Μποσκέτο, στον κήπο των ποιητών στη Λευκάδα, μια σεμνή στήλη, δίπλα στις δαφνοστεφανωμένες προτομές του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και του Άγγελου Σικελιανού. Ολοκληρώνουμε το σύντομο αυτό σημείωμα με τα λόγια που γράφτηκαν στην επιτύμβια στήλη του Λευκάδιου Χερν μετά από πρωτοβουλία των φοιτητών του: «Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή, ακόμα και από την ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους η πιο μεγάλη του τιμή υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του προσέφερε, αλίμονο, τον τάφο». 

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 
ΥΓ 1: ΛΗΞΙΑΡΧΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ – ΒΑΠΤΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΟΥ ΧΕΡΝ (1850) 

“Αρ. πρωτ. 334 -Εν Αγία Μαύρα της δώδεκα Ιουλίου 1850 χίλια οκτακόσια πενήντα έτος Νέον. 
Κατάστρωσις της σημερινής ληφθείσης πράξεως. Αγία Μαύρα χιλίων οκτακοσίων πενήντα Ιουνίου εικοσιέξ έτος παλαιόν εν ώρα εννάτη μετά μεσημβρίαν. Εβαπτίσθη υπ’ εμού του υποφαινομένου εφημερίου της ενταύθα εκκλησίας της οσιομάρτυρος Παρασκευής εν παιδίον αρσενικόν προσφρεθέν μοι παρά της Ευγενούς Κυρίας Ρόζας Κασιμάτη του Αντωνίου εκ Κυθήρων, αλλά κάτοικος εδώ και σύζυγος του απόντος Δόκτορος Καρόλου Μπουχ Ερν, Ιρλανδού Κόμητος Ανεσλμέθ, ιατρού της Αυτής Βρετανικής Μεγαλειότητος, βεβαιώσασά με ότι είναι παιδίον της νόμιμον, γενήσασα αυτό εις τας δεκαπέντε του τρέχοντος μηνός Ιουνίου Έτους Παλαιόν εν ώρα τετάρτη πριν μεσημβρίας και ανεδέχθη αυτό ο ευγενής Δρ Κύριος Ιωάννης Καββαδίας ποτέ Νικολάου εκ της πόλεως, ωνομάσας αυτό Πατρίκιον Λευκάδιον επί παρουσία των μαρτύρων Κυρίων Δημητρίου Λογοθέτη ποτέ Σπυρίδωνος και Σπυρίδωνος Βιτζινά του Γεωργίου, αμφοτέρων εκ της πόλεως εχόντων την κατά νόμον ηλικίαν. Η παρούσα πράξις υπογράφεται παρά των μαρτύρων και παρ’ εμού, ούσης της μητρός αγραμμάτου ως λέγει. 
Δημήτριος Λογοθέτης π. Σπυρίδωνος μαρτυρώ. 
Σπυρίδων Βιτζινάς π. Γεωργίου μαρτυρώ. 
Θεοφάνης ιερομόναχος Μελισσινός εφημέριος. 
Ίσον απαράλλακτον τω πρωτοτύπω 
Θεοφάνης ιερομόναχος Μελισσινός εφημέριος.
(Υπογρ. δυσανάγνωστος) 
Ληξίαρχος 
Εκ των φύλλων 21β, 22, 22β του βιβλίου Γενετηρίου, 28 Μαΐου 1850 εν πόλει Αγία Μαύρα. 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η χρονολογία γεννήσεως αντιστοιχεί εις την 22.6.1850 του συγχρόνου ημερολογίου 

 

ΥΓ 2: Στις 17 Σεπτεμβρίου 1932, η ιαπωνική πρεσβεία στην Αθήνα με ρηματική της διακοίνωση ανακοίνωνε στο ελληνικό ΥΠΕΞ την πρόθεσή της, όπως και του Ελληνοϊαπωνικού Συλλόγου, να εγείρει με δαπάνες της μια αναθηματική στήλη για τον Χερν στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας και μια δεύτερη, δαπάναις της Ιαπωνοελληνικής Εταιρείας και του Συνδέσμου Χερν, στο Τόκιο. Στη βάση της στήλης που κατέπεσε στον σεισμό του 1952, αλλ΄ ανηγέρθη εκ νέου το 1984 και το 1987 συμπληρώθηκε με μια προτομή του Χερν, έργο του γλύπτη Σπύρου Κατοπόδη, υπήρχε η επιγραφή: «Λευκαδίω Χερν (Κοϊζούμι Ιακούμω), μεγάλω συγγραφεί, το των Ιαπώνων αληθές πνεύμα παγκοσμίως και λαμπρώς εμφανίσαντι, σήμα ευγνωμοσύνης ιαπωνικού έθνους, μηνί Οκτωβρίω 1932, έτους 259200 Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας. 

 

ΥΓ 3: Συγγραφικό Έργο - Τα πιο γνωστά του έργα είναι: 
-Εντός του κύκλου των ψυχών
-Η χώρα των χρυσανθέμων
-Ιαπωνικοί Θρύλοι
-Ηλέκτρα
-Καϊνταν
-Κείμενα από την Ιαπωνία
-Όλεθρος και άλλα διηγήματα
-Το αγόρι που ζωγράφιζε γάτες και άλλες ιστορίες

 

ΥΓ 4: ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΟΥ ΧΕΡΝ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: 
-ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ, μεταφρ. Χαλικιάς Σωτήρης, Ινδικτος, 1999, 285 σελ. 
-Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΩΝ, μετάφρ. Καλαμαντής Γιώργος Κ., Κέδρος, 1998, 368 σελ. 
-ΙΑΠΩΝΙΚΟΙ ΘΡΥΛΟΙ, μεταφρ. Νικητοπούλου Μαριάννα, εικονογράφηση Αραποστάθη Ηλέκτρα, Σιδέρης Ι., 150 σελ. 
-ΚΑΪΝΤΑΝ, Σμυρνιωτάκης, 1996, 96 σελ. 
-ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ, Χαλικιάς Σωτήρης, Ίνδικτος, 1997, 444 σελ. 
-ΟΛΕΘΡΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, μετάφρ. Καλονάρος Πέτρος, Gutenberg, 1991, 
-ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, μετάφρ. Βουκελάτου Δώρα, Εστία, 2000, 61 σελ. 
-Ο ΑΛΛΟΣ ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ, Κλαίρη Παπασταύρου, Παπαζήση, Αθήνα, 2002, σελ. 259 
------------------------------------------------------------------------------------------------------ 
-ΣΧΕΤΙΚΑ SITE: 

http://en.wikipedia.org/wiki/Lafcadio_Hearn

http://www.trussel.com/f_hearn.htm

http://www.brainyquote.com/quotes/authors/l/lafcadio_hearn.html

 

Αφιέρωμα στο Λευκαδίτικο γλωσσικό ιδίωμα

Details
dionysis logo
Αφιέρωματα
21 January 2012
Hits: 13094

c_160_140_16777215_0___2011_April_palialefkada4.jpg

Του Ηλία Π. Γεωργάκη

- Δε μ’ λες, μωρ’ θειά (μώρα μου κιόλας) μη (μ)πάει κι έπεσε το κομμάτι, και δε (ν)το πήρα χαμπέρι;. 
- Όχι, μαρή θυατέρα, είναι μπονόρα ακόμα, στο (ν)ύπνο σου δα το ειδες; 
- Δε (γκ)ξέρω. Εδεκεί π’ σάρωνα, μου κάστ’κε ότ’ άκ’σα τη μουζ’κή. 
- Όχι, μαρή κουρεμαδιά, είναι μπονόρα σου λέου. Ύστερα απ’ τσ’ εννιά η ώρα να (ν)το λογαριάζ’ς. Δε μ’ λες τώρα, για να πούμε και τίποτσ’ άλλο, έβαψες πολλά αυγά μαρή;
- Ένα (γ)κόρακα, χριστιανή μου. Δε (γ)ξέρω τι τον ηύρε το (γ)καλοφούρτουνο το ν’κοκύρ’ μου, να (ν)τονε χαρώ, και μου κουβάλ’σε δέκα ντουζίνες, η τζόγια μου, «λες και θα μας κομ-παρίρ’νε οι Αγγλογάλλ’». Κάμε κόντο. Μήτε στα «δώδεκα βαγγέλια» δεν άδειασα να πάου η καψερή, ο Θέος να με σ’χωρέσει.

- Μπα, μαρή κοπέλα μ’. Δε μ’ λες κάνε, τ’ αρνί σας το σφάξατε; 
- Μπαααα, θειά μ’. Καρτερώ το μπαρμπα-Χρήστο το Μένιο. Η αφεντιά του μας το σφάζ’ ούλες τσι χρονιές. Είναι φίλος, βλέπ’ς, με το ν’κοκύρ’ μου. Του δίνει και τη (μ)προβιά κάθε χρόνο! 
- Εγώ, καψόπαιδο, εφώναξα εχτές το μπάρμπ’ Αργύρ’ και ξεντριγάρ’σα. 
- Ναι, είδα τσου «σταυρούς στη (μ)πόρτα» σας. Και του χρόνου να ‘στενε καλά. Δε μ’ λες, αλήθεια, θεια, η αφεντιά σου θα (γ)ξέρ’ς. Τι πράμα είν’ αλήθεια αυτό το κομμάτι; Άκου, να γυρίζ’, λέει, κάθε Μεγασάββα η μουζ’κή στα σοκκάκια και να βαρεί τ’ «διάνα» κι οι ν’κοκυράδες, απ’ όπ’ βρεθούνε, να τσακίζ’νε στσου δρόμ’ς ότ’ παλιαγγειό τσου βρίσκεται. Μπορείς να μ’ πεις η αφεντιά σου, τι σένια είναι, η αφεντιά τσου;

- Εθίματα, μαρή θυατέρα. Παλιά εθίματα των γιορτώνε. Τι θέλ’ς να ‘ναι; Έτσ’ τα ‘βραμε απ’ τσου παλιότερους, έτσ’ τα βαστάμε και στσι μέρες μας. «Μικρή Ανάσταση» μου την είπε, νια μέρα π’ τονε ρώτησα κι εγώ, ο σιορ Πίπ’ς, ο νόντσολος τ’ Άη-Μηνά. Αλλά τώρα, στο (γ)καιρό μας, δεν τα πιεντάνε και πολύ – πολύ. Παλιότερα, καψόπαιδο, ο κοσμάκ’ς τα στ’μάρ’ζε πλειότερο απ’ τσου τωρινούς και μάλ’στα μου πολύ τα χαιρόντανε. Θ’μάμαι νια βολά, σα σήμερα, όπως κατέβαινε η μουζ’κή στο παζάρ’ απ’ τα Χάβρ’κα για τη (μ)πιάτσα, εδεκεί στο σοκκάκι του Μαρκά, πετιέται απ’ το τσαγκάρ’κό του 
ο Γιώργ’ς ο Κράλ’ς, Θεός σχωρέστονε κι απ’θώνει καταμεσίς του δρόμ’ ένανε θεόρατο μπότη, από κειούς εκεί με τ’ν αλ’φή απόξ’, ξέρ’ς μαρή, π’ βάν’νε το λάδ’, μ’ ένα φ’τίλ’ απάν’ στη μσ’ούδα του, αναμμένο.

Οραντίς και το βλέπ’νε οι μουζ’κάντ’δες, σκιαχτήκανε και το βάν’νε στα κοσάκια. Σκορπίσανε και μήτε δ’νήθηκε να (ν)τσου σ΄μασ’ άλλο ο μακαρίτ’ς ο μπάρμπα Νιόνιος ο Τσ’ρώτος, π’ τσόκανε το «δάσκαλο». 
- Έτσ’ λ’πόν!. Και δε μ’ λες αλήθεια, θεια. Όλο τι πράντσα λογαριάζεις να ‘τ’μάσεις; 
- Τι πράντσα, μαρή κοπέλα μ’, σα (γ)και δε (ν)τα ξέρ’ς, ρωτάς. Απόψε το πατσαλίκι αυγοκομμένο, όπως το καλεί η βραδιά. Αύριο τσότσο κρέας με μανέστρα και τ’ν άλλ’ τ’ αρνί ψ’μένο. Αυτά. Τα ξέρ’ς. Δε (ν)τα ξέρ’ς τώρα;.

- Θα (ν)το ψήσ’τε στο σουβλί; 
- Ναίσκε, μαρή. Όξ’ στ’ν αδειά, αντάμα με το (γ)κ’νιάδο μου και το λαλά μου. Κάθε χρόνο έτσ’ κάν’με, από έσπαλε. Θέλ’νε, βλέπ’ς, άμα το σ’κών’νε, να ρίχν’νε και τσι κουμπουριές τσου, για το καλό τα’ χρόνου. Το δ’κό σας θα (ν)το βάλ’τε στο φούρνο, ε; Είδα το δ’κόνε σου, τ’ απολιώρα, πόφερν’ αποκλάδια.

- Τι να κάμ’με, θειά μου; Είμαστε βλέπ’ς κι οι δύο κονκασάδοι. 
- Και για Ανάσταση, πού λέτε να πάτε; 
- Εδεδώ στ’ (μ)πιάτσα, λέμε να βγούμε, στον Αη-Σπ’ρίδωνα για πιο σιμά. Ας πάου τώρα ν’ αποσώσω κάτ’ δ’λειές που τ’ς έχω στ’ μέση, μη (μ)πάει κι έρτ’ ο μπάρμπα Χρήστος για το καλότ’χο τ’ αρνί. – Τότενες, γεια σ’ μαρή θυατέρα μου και καλή σας Ανάσταση.

- Αμήν, θεια μου, παρομοίως, με τ’ φαμελιά σου.. 
(του αείμνηστου Παναγιώτη Τ. Ματαφιά (Νότη Μπρανέλου), απο το βιβλίο του με τίτλο ”Απ’ τον Αη-Μηνά ίσαμε τον Πόντε, Αθήνα 1992”).

Θα πρέπει να επισημανθεί-οπως εχει καταγράψει ο αλησμόνητος Πανταζής Κοντομίχης-οτι το γλωσσικό ιδίωμα της Λευκάδας διαφέρει σε πολλά απο το γλωσσικό ιδίωμα των άλλων νησιών του Ιονίου, έχει βορειοελλαδίτικο φωνηεντισμό και ειναι απόρροια του εύθυμου χαρακτήρα των Λευκαδιτών τόσο στην πόλη όσο και στα χωριά. Ακόμη και σήμερα στη Λευκάδα χρησιμοποιούν ιδιωματικές λέξεις και τις προφέρουν με το γνώριμο αργόσυρτο και αλέγρο υφος, με σήμα κατατεθέν τη συγκοπή συμφώνων.

'Ας δουμε ομως ορισμένες χαρακτηριστικες λέξεις απο το Λευκαδιτικο γλωσσικο ιδιωμα:

Αβανιά = βλάβη, συκοφαντία,
Αβάντα = βοήθεια, στήριγμα,
Αβαντσάρω = έχω να λάβω από κάποιον, μου χρωστάνε,
Αβαράρω = απωθώ το πλεούμενο,
Αβάρετος = ακούραστος,
Αβαρία = ζημιά,
Αβασκαίνω = ματιάζω,
Αβασκαντήρα = μικρό χρωματιστό κοχύλι αποτρεπτικό του ματιάσματος,
Αβγατίζω = αυξάνω
Αβγοκόβω = ρίχνω στη σούπα ή άλλο φαγητό μείγμα αυγού ή λεμονιού,
Αβέρτο = ελεύθερο, ανοιχτό,
Βαβά = γιαγιά,
Βαγένι = βαρέλι κρασιού,
Βαζούρα = λιποθυμία,
Βαϊζω = λυγίζω, γέρνω,
Βαντάκα = στίβα ρούχων,
Βαντιέρα = δισκος σπιτικός για σερβίρισμα αλλά και για άλλες χρήσεις,
Βαρυγομάω = αγανακτώ, δυσφορώ,
Βελέντζα = μάλλινο κλινοσκέπασμα,
Βεντερούγα = κύρτωμα της σπονδυλικής στήλης,
Βεράγκι = σπίτι ανοιχτό και αφύλαχτο,
Βολά = φορά,
Βολεί = χωράει, επιτρέπεται,
Βουρλίζω = αγανακτώ κάποιον
Γαδίνι = σουπιέρα,
Γαλουρίζω = χαριεντίζομαι με βρέφος,
Γάνα = μουντζούρα,
Γαρδέλι = καρδερίνα,
Γαρμπής = νοτιοδυτικός άνεμος,
Γατσούλι = γατάκι,
Γεννητσούρια = γέννηση,
Γεροκομάω = περιποιούμαι κάποιον στα γεράματά του,
Γήπατα = ψυχικό θάρρος,
Γίκος = σύλοχο χοντρόρουχων διπλωμένα με τάξη πάνω σε κασέλλα,
Γιομα = μεσημέρι,
Γκαστρολογιέμαι = νομίζω ότι είμαι έγκυος,
Γκέστα = καμώματα, νάζια,
Γνούφα = ημέρα ομιχλώδης και υγρή,
Γούπατο = περιοχή που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από τις γειτονικές,
Γουρλώνω = Ανοίγω πολύ τα μάτια, πνίγω,
Γουρμάζω = ωριμάζω,
Γραίος =βορειοανατολικός άνεμος,
Γρίντζολα = εκνευρισμός,
Γρουμπανάω = δίνω αλλεπάλληλες γροθιές σε κάποιον,
Γυρολόγος = πραματευτής,
Δαύτος = αυτός,
Δειλινάω = τρώω ελαφρά,
Δελόγκου = αμέσως,,
Δέμπλα = σκοινί τεντωμένο για το άπλωμα των ρούχων,
Δετόρος = γιατρός,
Διακονεύω = ζητιανεύω,
Διάφορο = κέρδος, αμοιβή,
Δικάει - φτάνει, αρκεί,
Δόλι = δόλωμα στο ψάρεμα,
Δραγάτα = παρατηρητήριο του δραγάτη,
Δρολάπι = βροχή με δυνατούς ανέμους,
Έγκαψη = επιθυμία, πόθος,
Εκειός = εκείνος,
Έμπος = καταρρακτώδης βροχή,
Έντεσα = πιάστηκα από κάπου,
Έντογια = νάτο
Έντωσα = ανακουφίστηκα,
Εξπήριος = έξυπνος,
Ζαβά = στραβά,
Ζάβγια = μικρή πόρπη
Ζαγάρι = κυνηγόσκυλο ή τιποτένιος άνθρωπος,
Ζαμπαρούχι = ακατάσχετο συνάχι,
Ζεματάω = καίω,
Ζεύκι = φαγοπότι, καλοπέραση,
Ζέχνω = είμαι βρώμικος,
Ζορκόκωλος = πολύ φτωχός,
Ζόρκος = γυμνός,
Ζούδιο = άσχημος,,
Zουρλοκαμπιέρης = επιπόλαιος, τρελός,
Zωχαδιάζω = νευριάζω,
Θάμαρη = τρόμος, απόγνωση,
Θέρμη = πυρετός,
Θλυκώνω = σκεπάζω,
Θιαμαίνομαι = παραξενεύομαι,
Καδένα = αλυσίδα,
Κανδέλλα = ξύλινο δοκάρι,
Κάζο = περιπέτεια, λοιδωρία,
Κάκοψος = όσπρια που δεν βράζουν καλά,
Κακαρώνω = πεθαίνω,
Καμπιόνι = πονηρός, ιδιόρρυθμος άνθρωπος,
Καναλίζω = ξεπλένω τα ρούχα,
Καντάρω = τραγουδάω με ομάδα κανταδόρων,
Καντούνι = στενό σοκάκι,
Καρακαϊδόνης = άσχημος,
Καρανιάζω = διψάω υπερβολικά
Καρδαμώνω = δυναμώνω,
Λάβα = υπερβολική ζέστη,
Λαγιάζω = ησυχάζω,
Λακίζω = φεύγω τρέχοντας,
Λαλάς = αδελφός,
Λάμια = γυναίκα κακούργα και άσχημη,
Λαμπαδιάζω = καίγομαι,
Λαμπαρδίκα = φωτιά με πολλές και ψιλές γλώσσες,
Λαρώνω = ησυχάζω,
Λαχομανάω = αναπνέω δύσκολα,
Λεβάντες = ανατολικός άνεμος,
Λυγδιάζω = είμαι λερωμένος,
Λέτσος = ατημέλητος,
Λεγάτο = προίκα που δίνεται εγγράφως,
Λίβας = θερμός άνεμος,
Λίλης = χαζός,
Λιρόνι = αλητόπαιδο,
Λουφάζω = μένω ακίνητος και σιωπηλός π.χ. από φόβο,
Μαγαρίζω: λερώνω με ακαθαρσίες ένα τόπο,
Μαέρικο = μαγειρείο,
Μακιάζω = λερώνω,
Μαλαγάνας = κόλακας,
Μαλάτσα = ζέστη με πολλή υγρασία,
Μανέστρα = σούπα,
Μανίκα = μανίκι,
Μαντανία = μάλλινο κρεββατοσκέπασμα,
Μαργιόλος = κατεργάρης,
Μαρκάς = αγορά,
Μαρτούριο = μαρτύριο,
Μαστέλος = κάδος που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για το πλύσιμο των ρούχων,
Μεσάλι = τραπεζομάντηλο,
Μεσοφούντι = μεσοτοιχία,
Μολογάω = ομολογώ,
Μονάτος = ολόιδιος,
Μόστρα = βιτρίνα
Μότσα = υγρασία,
Μουντζοφλίδι = χαστούκι,
Μουσκλώνω = δυσαρεστούμαι,
Μουσούδα = πρόσωπο
Μούτελη = λάσπη,
Μπάκακας = βάτραχος,
Μπαλαχάρτα = δημόσιο έγγραφο,
Μπαμπαλίζω = φλυαρώ,
Μπαμπαξά = φωνή, λέξη,
Μπαρούφα = σφάλμα,
Μπασά = είσοδος,
Μπακατέλα = τιποτένιο πράγμα,
Μπλαθρώνω = λερώνω,
Μποκές = ανθοδέσμη,
Μπόκολα = σκουλαρίκι,
Μπονώρα = νωρίς,
Μπουρανέλλος = κάτοικος της πόλης της Λευκάδας,
Μπρατσολέτο = βραχιόλι,
Μώλος = προκυμαία,,
Νείρομαι = επιθυμώ, ονειρεύομαι,
Νεροτρουλίδα = πολυλογάς,
Νετάρω = τελειώνω,
Νιόκος= ζυμαρικό, κριθαράκι,
Νιόφωτο = νιόπαντρο ζευγάρι,
Νιτερέσο = συμφέρον, ενδιαφέρον, κέρδος,
Νογάω = καταλαβαίνω,
Νόνα = γιαγιά,
Νότια = υγρασία,
Ντάλια = καταμεσήμερο,
Ντερλικώνω = τρώω υπερβολικά,
Ντόζω = ανακουφίζομαι,
Ντόρκος = ο χωρίς επίβλεψη και περιορισμούς νέος,
Ντούκια = ασθενής,
Ντρίτα = ευθεία, με ειλικρίνεια,
Ξαγκλίζω = ξεμπερδεύω π.χ. μαλλιά,
Ξαμώνω = σπρώχνω, δείχνω επιθετικές διαθέσεις,
Ξανακυλάω = υποτροπιάζω,
Ξαστοχάω = λησμονώ,
Ξαχουρδάω = γλιστράω,
Ξεδιαλεούρια = απομεινάρια,
Ξεζορκιάζω = απογυμνώνω,
Ξεματόχου = επίτηδες,
Ξεντρεγάρω = τελειώνω κάποια δουλειά,
Ξεσυνέρια = παρεξήγηση,
Ξετιμώνω = κουτσομπολεύω,
Ξομπλιάστρα= κεντήστρα,
Ξωθιό μου = μακρία από εμένα,
Ολάκαιρος = ολόιδιος,
Όρσε = να, πάρε,
Όρτη = ορθή όψη υφάσματος,
Παγκάρι = εκκλησιαστικό έπιπλο στο οποίο στέκονται οι επίτροποι,
Παδέλα = μαγειρικό σκεύος,
Παιδοκομάω = ανατρέφω παιδιά,
Παλαμίζω = ορκίζομαι ακουμπώντας το Ευαγγέλιο,
Παντυχαίνω = περιμένω, ελπίζω,
Παπαλιά = χαστούκι,
Παπόρι = καράβι,
Παραζούζουλο = αποκρουστικός στην όψη άνθρωπος,
Παρανομιά = παρανομία,
Παρόλα = κουβέντα,
Πάστρα = καθαριότητα,
Ραπόρτο = αναφορά,
Ρεβαρδάρω = διστάζω,
Ρεγάλο = δώρο,
Pείπιος = ερειπωμένος,
Ρεκάζω = φωνάζω δυνατά από πόνο ή φόβο,
Ρεκούμπερο = απαραίτητο οικιακό σκεύος,
Ρεμπελιό = αδιαφορία,
Ρεμπεύομαι = επιθυμώ,
Ρεντίκολο = γελοίος,
Ρίνα = ψιλοβρόχι,
Ρόβολο = κατήφορος,
Ροδάνι = πολυλογία,
Σάγιασμα = στρωσίδι,
Σαλαγισμένος = αναστατωμένος,
Σαλταπίγκος = το παιδί που πηδάει, σαλτάει,
Σαραντάκαπνος = αστραπιαία εξαφανισμένος,
Σατράκαλο = παραμορφωμένος,
Σάψαλο = γερασμένος άνθρωπος,
Σγουμπιάζω = καμπουριάζω,
Σελιάρο = χαστούκι,
Σεστάρω = τακτοποιώ,
Σίσκλο = δοχείο άντλησης νερού από τα πηγάδια,
Σκάνιο = πείσμα,
Σκροβοντάω = χτυπώ με μανία κάτω κάποιον ή κάτι,
Σόμπολο = μικρή πέτρα,
Σορταγιά = τάξη,
Σουσούμια = χαρακτηριστικά,
Σύξυλος = αποσβολωμένος,
Τάλε κουάλε = ίδια και απαράλλαχτα,
Ταχειά = του χρόνου,
Τελεύω = βασανίζω,
Τζογολί =χαρτοπαίγνιο,
Τράω = βλέπω, κοιτάζω,
Τρουλίδα = φλύαρος άνθρωπος,
Τσαρκνιά = πολύτεκνη οικογένεια,
Τσάτσα = αδελφή,
Τσατσάρα = χτένα,
Τσέκια σου = μπράβο,
Τσερνιάζω = μουδιάζω,
Τσέτσελε πέτσελε = ασήμαντα πράγματα,
Τσίμπιος = ανόητος,
Τσινάω = δυσαρεστούμαι,
Τσουράπο = ζωηρή, ελεύθερη κοπέλα,
Φαμφαρόνος = πολυλογάς,
Φαρομανάω = εκδηλώνομαι ζωηρά με γέλια και χειρονομίες,
Φάττο = γεγονός,
Φελάω = χρησιμεύω,
Φινίρω = τελειώνω,
Φιόρο = λουλούδι,
Φιρί φιρί = επίτηδες, σκόπιμα,
Φόρα βία = ατομικά έξοδα
Φόσσα = τρύπα,
Φκαρίδα = κατσαρίδα,
Φούσκος = χαστούκι,
Φρεζές = χωρίστρα στα μαλλιά,
Φωτερό = φανάρι,
Χαλέπεδο = ερειπωμένο κτίσμα,
Χαλές = τιποτένιος,
Χαλεύω = ζητάω,
Χαμπέρι = είδηση,
Χαρδαλούπας = λαίμαργος, πολυλογάς,
Χαρ' νεμ' το = επιφώνημα χαράς, αγάπης,
Χασκουμπρίζω = χαριεντίζομαι,
Χαψά = μπουκιά, Χλιός = χλιαρός,
Χολάτο = τρυφερό βλαστάρι,
Ψαχουλεύω = ψάχνω,
Ψίχα = το εσωτερικό του ψωμιού ή του αμυγδάλου,
Ψόφος = τσουχτερό κρύο,
Ψυχοπιάνομαι = δυναμώνω,
Ψυχοπονιέμαι = ευσπλαχνίζομαι, λυπάμαι.

 

ΥΓ Οι μπουρανέλλοι(μπρανέλοι) αυτοί οι διαφορετικοί χαρακτήρες, γνήσιοι, πνευματώδεις, με κουλτούρα και με ενα μοναδικό χιουμορ. Πρόκειται για προσωνυμία των κατοίκων της πόλης η οποία δόθηκε στην εποχή των Βενετσάνων (1648-1797). Στη Βενετία υπάρχει το νησί BURANO(με την περίφημη σχολή των δαντελιέρων) το οποίο απέχει μισή ώρα απο το νησί Μουράνο(διάσημο κέντρο υαλουργίας απο τον 11ο αιώνα).

Oι κάτοικοι του λέγονται και σήμερα μπουρανέλοι.(buranelli). Μερικοί απο τους ψαράδες του Μπουράνο ήρθαν και στη Λευκάδα οπου βρήκαν μια κατ΄εξοχη πόλη φτωχοψαράδων και τους έδωσαν το όνομα τους. Το προσωνύμιο δόθηκε αρχικά στους ψαράδες της πόλης καθώς και της Πρεβεζας. Με την πάροδο του χρόνου ονομάστηκαν έτσι όλοι οι ψαράδες και κατ΄εκταση χλευαστικώς απο τους κατοίκους των χωριών όλοι οι κάτοικοι της πόλης. Την εκδοχή αυτή για την προέλευση της προσωνυμίας την υποστηρίζει τόσο ο Πανταζής Κοντομίχης οσο και ο Τάκης Μαμαλούκας.

Η άλλη εκδοχή υποστηρίζει οτι η προσωνυμία μπουρανέλος προέρχεται απο τη λατινική λέξη urbanus που σημαίνει ευγενής, αστικός(στα Ιταλικά urbano με τίς αυτές ερμηνείες) που με την κατάληξη -ελος γινεται urban-έλος, δηλαδή ο ευγενής, ο κατοικος της πόλης που το χρόνο θα παραφθαρεί σε Μπουρανέλο, για να καταλήξει οπως ακουγεται σήμερα: Μπρανέλος. Ωστόσο αυτη η εκδοχή απορρίπτεται γιατι σε καμια αλλη πόλη της Ελλάδος-ιδιαίτερα στα Επτάνησα οικάτοικοιλεγονται Μπουρανέλοι.

Πάντως αυτο που πρέπει να επισημάνω ειναι οτι πριν μερικά χρόνια επισκεπτόμενος το Μπουράνο( μετά το Μουράνο) εμεινα εκπληκτος με την ομοιότητα του νησιού σε συγκριση με την πόλη της Λευκάδας.

Το σιγουρο ειναι οτι και σημερα η προσωνυμια μπρανέλος δεν εχει εξαλειφθεί παρόλο που χάνονται οι παλιοί χαρακτηριστικοι μπρανέλοι.

More Articles …

  1. Το Αμπαλί: ένα παραδοσιακό παιχνίδι της Λευκάδας
  2. Γιορτή της Παναγίας Φανερωμένης Λευκάδας
  3. Arenaria Leukadia
  4. Νίκος Σβορώνος: 100 χρόνια από τη γέννηση του
Page 1 of 5
  • Start
  • Prev
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • Next
  • End
  1. You are here:  
  2. Home
  3. Αφιερώματα
Copyright © 2025 Lefkas . All Rights Reserved. Designed by JoomlArt.com. Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.