ΤΟ ΝΗΣΑΚΙ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ (ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ)
Ο οικουμενικός, Λευκάδιος, ποιητής ‘Άγγελος Σικελιανός έζησε στο νησάκι του μαζί με τη γυναίκα του Εύα Πάλμερ και το μικρό του γιο Γλαύκο. Ο Άγιος Νικόλαος, ένα μικροσκοπικό νησί, 3 χλμ πριν την είσοδο της Λευκάδας (φαίνεται από το δρόμο), ήταν το ησυχαστήριο του ποιητή. Πάνω στο νησάκι βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Την προχριστιανική εποχή, στη θέση της εκκλησίας υπήρχε το ιερό της Αινειάδας Αφροδίτης.
Για τη ζωή του ποιητή και της Εύας στο νησάκι, έγραψε ο Τ. Μαμαλούκας το 1951 (έτος που πέθανε ο Σικελιανός) στην τοπική εφημερίδα «Λευκάς».
«Ο Σικελιανός με τη γυναίκα του ζούσαν χειμώνα καλοκαίρι σε μια σκηνή μια ζωή ροβινσώνων. Μια ανιψιά του Σικελιανού, μια υπηρέτρια, 3-4 ψαράδες - ιπποκόμοι και ένας μαύρος ήταν η συντροφιά και το προσωπικό τους. Ψάρεμα με τα δύο μονόξυλα, κυνήγι στην απέναντι Ακαρνανία και έφιπποι περίπατοι πάλι στην Ακαρνανία με τα δυο ταχύτατα Σέρβικα άλογά τους. Η Εύα δεινή αμαζόνα, αληθινή της εποχής εκείνης αμαζόνα με τη χλαμύδα της που κυμάτιζε στον αέρα. Γιατί η Εύα ζούσε σαν αρχαία Ελληνίδα και έτσι ντυνότανε. Χλαμύδα που κρατούσε μια πόρπη στη μέση, σανδάλια και τα πλούσια κόκκινα μαλλιά της συγκρατούσε μια ταινία με μαιάνδρους. Ο κόσμος τους αγαπούσε και τους σέβονταν, μα όταν περνούσε η Εύα η περιέργεια κατανικούσε το σεβασμό και τρέχανε όλοι να την δουν. Τρεχάτε η «ζόρκα» (γυμνή).
Ο Σικελιανός έζησε τα καλύτερά του χρόνια στο ερημικό αυτό νησάκι. Ξαπλωμένος πολλές φορές μέσα στη ρηχή θάλασσα, και με τα χέρια ακουμπισμένα στη ξηρά, σ’ ένα σανίδι-πινακίδα έγραφε τα ποιήματά του. Τις βροχερές μέρες και τα’ ατελείωτα βράδια του χειμώνα στη σκηνή του κλεισμένος με την Εύα, διάβαζε και έγραφε πάντα. Εκεί στον Άϊ-Νικόλα γεννήθηκε και το μοναδικό τους παιδί. Ο Γλαύκος. Ολίγων μηνών, πριν μάθει να περπατά, έμαθε κολύμπι. Γι’ αυτό δεν το δυσκόλεψαν ποτέ τα ρούχα του γιατί ήταν πάντα ολόγυμνο. Μια μικρά αποικία ερημιτών ζούσε τη ξεχωριστή ζωή της. Βασιλιάς στο μικρό του βασίλειο, ο Σικελιανός, δε δέχθηκε ποτέ επισκέψεις, εκτός από ελάχιστους συγγενείς του και ζούσε με τις ιδέες του, την αγάπη της Εύας και τη λατρεία του προσωπικού του, που σαγήνευε με την καλοσύνη της ψυχής του και υποχρέωνε με τη γενναιοδωρία του. Μα ήτο και καμιά φορά και ….τιμωρός. Η ανιψιά του για κάποια απειθαρχία της τιμωρήθηκε σκληρά. Κοπέλα 17 χρονών με μια κατάμαυρη πλούσια κόμη που της άρεσε να ανεμίζει σαν χαίτη. Ένα μεσημέρι που κοιμόταν αληθινά ναρκωμένη στου καλοκαιριού τη λάβα, ο ποιητής της έκοψε τα άφθονα μαλλιά της. Η Σάσα ξύπνησε και κατά τη συνήθεια της θέλησε ν’ ανεμίσει τα όμορφα μαλλιά της. Μα το κεφάλι κινήθηκε γυμνό! Ύστερα από έξι μήνες, όταν μεγάλωσαν πάλι τα μαλλιά της, η τιμωρημένη έφευγε για Αλεξάνδρεια».